Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ δία Χριστὸν σαλός, ἐκ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Κιέβου
Ἑορτάζει στὶς 28 Οκτωβρίου
ΜΕΡΟΣ Η’ Οι «εχθροί» του στάρετς
Ιδιαίτερα εχθρικός απέναντι του ήταν ο ιερομόναχος Ιώβ, ο προϊστάμενος του ερημητηρίου. Επειδή πίστευε ότι όλες οι ενέργειες και οι πράξεις του μακαρίου ήταν μόνο υποκρισία και δεισιδαιμονία, κατέτρεχε τον στάρετς σε κάθε του βήμα
και παρενέβαλλε σ’ αυτόν όσες ενοχλήσεις και δυσκολίες μπορούσε,
κουράζοντας τον Μητροπολίτη με διαρκείς αναφορές και παράπονα. Όταν
έβλεπε ένα πλήθος προσκυνητών γύρω από τον μακάριο, ο Ιώβ έτρεχε στην
αυλή και τους επέπληττε ως δεισιδαίμονες, αναγκάζοντάς τους να
διαλυθούν.
Όταν αυτή η τακτική δεν ωφελούσε, ο
προϊστάμενος έδινε εντολή να κλείσουν τις πύλες του μοναστηρίου μετά από
το δείπνο, ώστε το φιλοπερίεργο πλήθος να μη περιστοιχίζη τον μακάριο
και να μη πλησιάζη το κελλί του. Και δεν σταματούσε σ’ αυτό. Συχνά
εισέβαλλε στο κελλί του μακαρίου, τον στηλίτευε με οργή στις γυναίκες
και μάζευε από το τραπέζι του στάρετς τα ασπρόρουχά του, για να τον
εμποδίση από του να τα δώση στις πλύστρες. Σε όλους αυτούς τους εξευτελισμούς ο στάρετς απαντούσε μόνο με την πραότητα και τη σιωπή
ή ανέφερε διάφορες ευαγγελικές παραβολές. Επειδή όμως ο προϊστάμενος
δεν ησύχαζε και εξακολουθούσε να τον ενοχλή, συχνά ο στάρετς
προφυλαγόταν από την άδικη οργή και τον διαβολικό πειρασμό με το να μη
του ανοίγη την πόρτα.
«Παντελεήμων», έλεγε σε τέτοιες
περιπτώσεις ο μακάριος στον υποτακτικό του, «κλείσε την πόρτα. Τώρα
έρχεται ο εχθρός μας». Ο Παντελεήμων γνώριζε καλά ποιος ήταν αυτός ο
«εχθρός» και έσπευδε να κλείση την πόρτα, όσο πιο γερά μπορούσε.
Τελικά ο Ιώβ, για να ενοχλή
περισσότερο τον μακάριο και για να αποδείξη το δικαίωμα και την εξουσία
του, μετέφερε τον στάρετς στο ισόγειο ενός μεγάλου κτιρίου κοντά στο
δικό του διαμέρισμα. Μολονότι εκεί υπήρχαν τέσσερα μεγάλα και άνετα
δωμάτια, ο στάρετς ήταν πολύ δυσαρεστημένος, διότι μία τέτοια αλλαγή
στη ζωή και στη διαμονή του τον εμπόδιζε να κάνη όλα αυτά, για τα οποία
τον είχε καλέσει ο Κύριος.
Όταν η Λαύρα έστειλε στο ερημητήριο τον
ιεροδιάκονο Θεοδόσιο Τουπίτσιν, επειδή είχε ανάγκη ιδιαιτέρας
παρακολουθήσεως λόγω ψυχικής παθήσεως, τον έβαλαν να μείνη με τον
στάρετς στο δεύτερο μπροστινό δωμάτιο. Ο μακάριος δεν άντεξε και αμέσως
τον έδιωξε. Εξωργισμένος από την αυθαίρετη αυτή ενέργεια, ο
προϊστάμενος Ιώβ πήρε για δεύτερη φορά τον Θεοδόσιο και μπαίνοντας στου
Θεοφίλου είπε ήσυχα:
«Πάτερ Θεοδόσιε! Μετά οσίου όσιος έση και
μετά εκλεκτού εκλεκτός έση [Ψαλμ. ιζ’ 26-27]… Πάρε την ευλογία του
πατρός Θεοφίλου· αυτός θα σε νουθετή και θα ζήσετε ειρηνικά…»
Όμως ο Θεόφιλος, βγαίνοντας από το πίσω δωμάτιο, έδιωξε ξανά τον Θεοδόσιο και φώναξε στον Ιώβ:
«Γράμματα ξέρεις;»
«Αν δεν ήξερα, δεν θα είχα γίνει προϊστάμενος», απάντησε χαμογελώντας ο Ιώβ.
«Κι έχεις διαβάσει τα βιβλία της Αγίας Γραφής, ε;»
«Όχι μόνο τα διάβασα, αλλά ξέρω και πολλά απ’ έξω».
«Γιατί ο Κάιν σκότωσε τον αδελφό του τον Άβελ; Πες! Απάντησε! Γιατί;»
Και σπρώχνοντας τον Ιώβ έξω από το
δωμάτιο χτύπησε την πόρτα πίσω του. Εκείνος, προσβεβλημένος ως τα βάθη
της ψυχής του, έστειλε αμέσως σχετική αναφορά στον μητροπολίτη Φιλάρετο
και, απαριθμώντας όλες τις άπρεπες και αυθαίρετες πράξεις του
Θεοφίλου, παρακαλούσε να εκδιωχθή από το ειρηνικό και απόμερο
ερημητήριο του Κιτάγιεφ.
Απ’ όλες αυτές τις καταγγελίες φαίνεται πόσο λίγο καταλάβαιναν τον Θεόφιλο όσοι ζούσαν κοντά του. Αυτό όμως δεν είναι περίεργο. Όποιος
δεν γνωρίζει τη δική του ψυχή, δεν είναι καθόλου περίεργο αν δεν μπορή
να καταλάβη την ψυχή του αδελφού του. Όταν ο κόσμος διά της σοφίας ουκ
έγνω τον Θεόν εν τη σοφία Αυτου [Α’ Κορ. α’ 21], δεν είναι καθόλου
περίεργο αν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου δεν μπορούν να καταλάβουν έναν αληθινό δούλο του Θεού, πολύ δε περισσότερο έναν τόσο μεγάλο και εκλεκτό δούλο Του όπως ο μακάριος στάρετς Θεόφιλος,
του οποίου το φρόνημα, ήδη εκ κοιλίας μητρός αυτού, υπήρξε λύχνος της
αληθείας του Χριστού και όλη η ζωή του, αρχίζοντας από την πρώτη
παιδική ηλικία, ήταν συνυφασμένη με διάφορα θαύματα και σημεία, τα οποία
μας θυμίζουν την παιδική ηλικία ενός αγίου από τους πιο δημοφιλείς στην
Ρωσία, του θαυματουργού Αγίου Νικολάου.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήττη. Ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται [3].
Δεν θέλει να δη μέσα στην ευλάβεια αυτών των ασκητών αληθινούς υιούς
του Θεού. Αντίθετα τους περιφρονεί και τους μισεί. Έχει όμως δίκαιο ο
κόσμος να μισή αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι, απαρνούμενοι τον κόσμο,
αφιερώνουν όλη τη ζωή τους στην προσευχή για τον κόσμο; Ανάμεσά μας,
φτώχεια ανυπολόγιστη, θλίψεις ανεξάντλητες, λύπη απαρηγόρητη! Ο εχθρός
του γένους μας διάβολος πολεμά με όλες του τις δυνάμεις εναντίον μας. Εκύκλωσαν ημάς κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον ημάς [Ψαλμ. κα’ 14]. Η προσευχή των δικαίων είναι για μας όπλο ισχυρό για την απόκρουσι όλων των εχθρών.
Κι όμως αυτοί, που αγωνίζονται σκληρά εναντίον του εχθρού και ζητούν να
σώσουν τους ανθρώπους από την οργή του Θεού, αντιμετωπίζουν γενική
καταδίκη, περιφρόνησι και κατατρεγμό. Ωστόσο, οι αγωνιστές αυτοί μνημονεύουν με υπομονή τα λόγια του Ευαγγελίου: Ει
εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει· ότι δε εκ του κόσμου
ουκ εστέ, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ο
κόσμος [Ιωάν. ιε’ 19].
«Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον…»
Έτσι συνέβη και με τον στάρετς Θεόφιλο. Ακόμη και ο συμμοναστής του, ο προϊστάμενος Ιώβ, δεν μπόρεσε να τον καταλάβη, αλλά αντίθετα τον κατεδίωξε από φθόνο.
Τελικά, βλέποντας ότι οι ύβρεις και οι ταπεινώσεις δεν επρόκειτο να
επιτύχουν τίποτε, ο Ιώβ σκέφθηκε νέο τρόπο, για να απαλλαγή από τον
μακάριο. Άρχισε να συγκεντρώνη διάφορες
συκοφαντίες εναντίον του, ελπίζοντας ότι έτσι θα πετύχη να διώξη τον
στάρετς από το ερημητήριο.
Ο σοφός Σολομών, αναφερόμενος σε παρόμοιες σκέψεις κακών ανθρώπων, λέει: Ενεδρεύσωμεν
τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι και εναντιούται τοις έργοις
ημών… Εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών. Βαρύς εστιν ημίν και
βλεπόμενος· ότι ανόμοιος τοις άλλοις ο βίος αυτού και εξηλλαγμέναι αι
τρίβοι αυτού. Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ…[Σοφ. Σολ. β’ 12-16].
Δεν ξέρουμε αν ο Ιώβ δεχόταν
τις ανόητες αυτές κατηγορίες εναντίον του δικαίου. Από τις αναφορές
του πάντως ένα πράγμα είναι φανερό: θέλοντας να προσδώση αληθοφάνεια
στις συκοφαντίες, ερμήνευε την ιδιόρρυθμη ζωή του μακαρίου στάρετς
Θεοφίλου εντελώς αντίστροφα. Έγραφε στον μητροπολίτη Φιλάρετο
ότι ο μεγαλόσχημος ιερομόναχος Θεόφιλος «διασύρει τον μοναχισμό και, με
την αμέλεια του για τον βαθμό του, παρουσιάζεται εντελώς ξένος προς
αυτόν. Διαδίδει την δεισιδαιμονία και την υποκρισία. Κρατώντας κρυφή
την εσωτερική πλευρά της ζωής του με θράσος και παραφορά, προξενεί
αμφιβολίες για το ποιόν των θρησκευτικών αντιλήψεών του και την
κατάστασι της διανοητικής υγείας του». Δεν ήταν άραγε με τον ίδιο τρόπο που επιχειρήθηκε η συγκέντρωσι ψευδών μαρτυριών εναντίον του Ιησού Χριστού; Όμως δικαίων ψυχαί εν χειρι Θεού [Σοφ. Σολ. γ’ 1]. Όσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί του μακαρίου στάρετς, δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τους στόχους τους.
Ο μακάριος δεν θλιβόταν καθόλου
από την άδικη συκοφαντία. Απ’ εναντίας χαιρόταν, ενθυμούμενος τα λόγια
της Αγίας Γραφής: Ει ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι, ότι το
της δόξης και το του Θεού Πνεύμα εφ’ υμάς αναπαύεται· κατά μεν αυτούς
βλασφημείται, κατα δε υμάς δοξάζεται. Μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς
ή κλέπτης ή κακοποιός ή ως αλλοτριοεπίσκοπος· ει δε ως Χριστιανός, μη
αισχυνέσθω, δοξαζέτω δε τον Θεόν εν τω μέρει τούτω [Α’ Πέτρδ’ 14-16]. Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς [Ματθ. ε’ 10-11].
Όταν ο συγκελλιώτης του Ιβάν
πλησίασε με συμπάθεια τον στάρετς θέλοντας να μάθη πώς μπορούσε να
αντιμετωπίζη τόσες θλίψεις με απάθεια, ο στάρετς απάντησε:
«Αχ, Ιβάν, Ιβάν! Είναι καλύτερα να υπομένης την αδικία από το να την διαπράττης ο ίδιος».
«Κι αν όλα αυτά τα υπομένης μάταια, για το τίποτε, πατερούλη;»
«Και τι μ’ αυτό; Δεν μπορούμε να αντιταχθούμε σ’ έναν κακό άνθρωπο. Είναι αμαρτία να παραδίδεται κανείς στην λύπη.
Είμαστε εξόριστοι πάνω στη γη. Οι εξόριστοι δεν παραξενεύονται για τις
ύβρεις και τις προσβολές. Βρισκόμαστε κάτω από το επιτίμιο του Θεού,
και το επιτίμιο συνίσταται σε στερήσεις και κόπους. Είμαστε άρρωστοι
στην ψυχή και στο σώμα και στους άρρωστους ωφελούν τα πικρά φάρμακα»….
Ο ευθύς και φιλειρηνικός Μητροπολίτης κάλεσε ιδιαιτέρως τον στάρετς Θεόφιλο και τον υπέβαλε σε εξέτασι.
«Θεόφιλε», του είπε ο πράος ποιμενάρχης, «έφθασαν πάλι παράπονα για σένα».
«Αλλότριοι επανέστησαν επ’ εμέ και
κραταιοί εζήτησαν την ψυχήν μου [12]», απάντησε ήρεμα ο μακάριος
χαμηλώνοντας το βλέμμα του στο έδαφος.
«Ναι, αλλά τι θα με συμβούλευες να κάνω με σένα;»
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! [Ψαλμργ’ 24]» απάντησε ο Θεόφιλος.
«Γράφουν ότι διαδίδεις την δεισιδαιμονία και είσαι πειρασμός για την αδελφότητα και τον λαό».
«Λύτρωσε με από συκοφαντίας ανθρώπων [Ψαλμ. ριη’ 134] ».
«Μη μιλάς για “λύτρωσι”, αλλά για τη λογική, αδελφέ! Ο προϊστάμενος με ενοχλεί και ζητά την τιμωρία σου».
«Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι [Ψαλμ. κς’];»
«Λοιπόν, κοίταξε με», κατέληξε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος. «Είμαι ενοχλημένος με σένα, σκανταλιάρη…»
« Εν Κυρίω ο μισθός μου και η φροντίς μου παρά Υψίστω [Σοφ. Σολ. ε’ 15]».
Με αυτό η συζήτησις τελείωσε και ο
μακάριος, αφού έβαλε μετάνοια στον Μητροπολίτη, έφυγε γρήγορα,
αφήνοντας τον σεβαστό ποιμενάρχη στην ίδια απορία σχετικά με την
αθωότητά του, την οποία είχε και προηγουμένως……
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου