Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

Ο Όσιος Μάρκος ο νεκροθάφτης της Λαύρας των Σπηλαίων


Ο Όσιος Μάρκος ο νεκροθάφτης της Λαύρας των Σπηλαίων και οι Όσιοι Ιωάννης και Θεόφιλος
Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ Μάρκος, ασκήτεψε στη μονή των Σπηλαίων στα χρόνια του ηγουμένου Ιωάννου, τότε που έγινε η ανακομιδή των τιμίων λειψάνων του οσίου Θεοδοσίου από το σπήλαιο στη μεγάλη εκκλησία. Από τότε που έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα, δεν έδωσε «ύπνων τοις οφθαλμοίς και τοις βλεφάροις νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις» του, αλλά τις περισσότερες ώρες της νύχτας αγρυπνούσε προσευχόμενος. Ελάχιστο χρόνο διέθετε νια σωματική ανάπαυση. Την ημέρα, όταν δεν συνέχιζε την προσευχή χωμένος βαθιά στο σκοτεινό του σπήλαιο, έσκαβε λάκκους για την ταφή των κεκοιμημένων αδελφών.

Ό όσιος Μάρκος ήταν ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του, φρόντιζε να το δώσει αμέσως σε κάποιο φτωχό. Όχι μόνο τροφή, αλλά και νερό γευόταν με μεγάλη εγκράτεια, πίνοντας πάντοτε λιγότερο απ’ όσο χρειαζόταν για να ξεδιψάσει. Και για μεγαλύτερη ακόμη άσκηση, τύλιξε το σώμα του, μέσα από το τριμμένο μοναχικό ένδυμα, με βαριά και βασανιστικά σίδερα. Αυτά τα σίδερα του πίεζαν το σώμα, τον βάραιναν, τον πλήγωναν, τον εμπόδιζαν στην εργασία και στη νυχτερινή ανάπαυση. Όμως ποτέ όσο ζούσε δεν τα έβγαλε από πάνω του.

Μ’ αυτή τη σκληρή ασκητική ζωή, με τις νυχθημερές προσευχές, με τις παθοκτόνες νηστείες, με τους σωματικούς κόπους, με την άσκηση της σιωπής, ο γενναίος Μάρκος, νέκρωσε τη σάρκα και το σαρκικό φρόνημα.
Κι άλλο πόθο δεν είχε, παρά να φύγει το συντομότερο για τον άλλο, τον ουράνιο κόσμο, και να συναντήσει τον Κύριο και Νυμφίο του.
Ο θάνατος όχι μόνο δεν τον τρόμαζε, αλλά τον γέμιζε χαρά και θεία προσδοκία. Γι` αυτό κι έλαβε από το Θεό το υπερφυσικό χάρισμα να συνομιλεί με τους νεκρούς!
Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Με φυσικότητα και απλότητα, όπως βίωνε ο ίδιος την πραγματικότητα του θανάτου και της άλλης ζωής, επικοινωνούσε με τους κεκοιμημένους σαν να ήταν ζωντανοί. Τους μιλούσε, τους έδινε εντολές, τους έστελνε μηνύματα και παραγγελίες. Κι εκείνοι, με παραχώρηση του Θεού, εκτελούσαν όλες τις εντολές του. Η απλότητα και η αγιότητα του μακαρίου, συνέτριβε κι αυτά τα άλυτα δεσμά του θανάτου!

Κάποτε ο όσιος, έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από τη νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο. Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονιούνται και να βαρυγκωμούν κατά του οσίου Μάρκου.
—Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είν’ αυτό που έσκαψες; Ούτε το νεκρό μπορούμε να θάψουμε καλά, ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται. Γιατί το ‘ κάνες τόσο στενό;

Ό όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
— Συγχωρέστε με πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.
Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
- Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου αδελφέ, του είπε με απλότητα, βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε στο σώμα σου όσο πρέπει.

Χωρίς δεύτερη προτροπή, ο νεκρός κινήθηκε και τακτοποίησε το σώμα του μέσα στο λάκκο. Έπειτα άπλωσε το χέρι, πήρε το λάδι κι έχυσε στο πρόσωπο και στο στήθος του σταυροειδώς. Έβαλε τέλος πάλι το δοχείο στα χέρια του οσίου, ξάπλωσε ήσυχα κι έμεινε ακίνητος.
Φόβος και τρόμος κυρίεψε όλους τους αδελφούς μ’ αυτό το εξαίσιο θαύμα. Δεν άργησαν όμως να δουν και άλλο παρόμοιο.
Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Συνέβη, δηλαδή, να πεθάνει κάποιος άλλος αδελφός μετά από μακροχρόνια ασθένεια. Ο ηγούμενος ανέθεσε σ’ ένα μοναχό να ετοιμάσει το νεκρό για την ταφή. Πράγματι, αφού εκείνος σκούπισε το λείψανο με το σφουγγάρι, πήγε στο σπήλαιο να δη τον τόπο της ταφής. Βρήκε τον όσιο Μάρκο και τον ρώτησε:
— Που θα βάλουμε πάτερ Μάρκε τον αδελφό μας που αναπαύτηκε; Δεν βλέπω να ‘χεις τόπο ετοιμασμένο.
— Πήγαινε και πες στον αδελφό να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί, γιατί δεν έχω σκαμμένο τάφο. Ας μ’ αφήσει τη νύχτα να του ετοιμάσω το μνήμα, κι έπειτα αναχωρεί για τον ουρανό!
- Μα…, πάτερ Μάρκε, αποκρίθηκε σαστισμένος ο άλλος μοναχός, εγώ ο ίδιος σκούπισα κιόλας με τα χέρια μου το σώμα του νεκρού. Σε ποιόν μου λες να μεταφέρω την παραγγελία σου;
-Καλά, δεν Βλέπεις αδελφέ μου; ξαναείπε ο απλούστατος Μάρκος. Δεν είν’ ακόμα έτοιμος ο τόπος για την ταφή. Πήγαινε σου λέω και πες στο νεκρό: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σε παρακαλεί να παραμείνεις σ’ αυτό τον κόσμο ακόμη μια μέρα. Ας είναι μέχρι αύριο το πρωί. Και τότε φεύγεις και πάς στον αγαπημένο σου Χριστό. Στο μεταξύ αυτός θα ετοιμάσει τον τάφο σου και θα σε ειδοποίηση».

Ο μοναχός γέμισε λογισμούς με την παράδοξη προσταγή του οσίου. Έκανε όμως υπακοή. Γύρισε στο μοναστήρι την ώρα που οι πατέρες έψελναν κιόλας την εξόδιο ακολουθία. Πλησίασε στο νεκροκρέβατο, έσκυψε στ’ αυτί του νεκρού και του ψιθύρισε:
— Αδελφέ, ο πατήρ Μάρκος με στέλνει να σου πω ότι ο τάφος σου δεν είναι έτοιμος. Γι’ αυτό σε παρακαλεί να περιμένεις τουλάχιστον μέχρι το πρωί, οπότε θα σε ειδοποίηση.

Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια! Με κατάπληξη οι πατέρες είδαν να επιστρέφει η ψυχή στο νεκρό σώμα, που άρχισε ν’ αναπνέει και να ζει κανονικά! Δεν κινήθηκε όμως καθόλου από τη νεκρική στάση, ούτε είπε σε κανένα τίποτε.

Έμεινε εκεί, ακίνητος και αμίλητος, αλλά ζωντανός μέχρι το πρωί. Τότε πήγε πάλι στο σπήλαιο ο ίδιος αδελφός.
— Είν’ έτοιμο το μνήμα; ρώτησε το μακάριο Μάρκο.
— Έτοιμο είναι. Πήγαινε τώρα και πες σ’ εκείνον που με περιμένει: «Ο αμαρτωλός Μάρκος σου παραγγέλλει ν’ αφήσεις πια το μάταιο κόσμο και να φύγεις για την αιωνιότητα. Παράδωσε το πνεύμα σου στα χέρια του Θεού και άφησε το σώμα σου να τοποθετηθεί στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, μαζί με τους άλλους αγίους πατέρες. Ο τόπος σου είναι έτοιμος, δίπλα σ’ αυτούς».

Η παραγγελία του θεσπέσιου Μάρκου, μεταφέρθηκε αμέσως στον αδελφό που καθυστερούσε την αναχώρησή του. Κι εκείνος, μόλις την άκουσε, έκλεισε τα μάτια και ξεψύχησε οριστικά.

Το πρωτάκουστο αυτό θαύμα γέμισε δέος τους πατέρες της Λαύρας και όλους τους κατοίκους της χώρας του Κιέβου, που δεν άργησαν να το πληροφορηθούν. Όλοι δόξασαν το Θεό για τα θαυμαστά έργα που επιτελεί η πίστη και η αγιότητα των αγαθών δούλων Του.

Δεν πρέπει όμως ν’ αποσιωπήσουμε και τη διακριτική παιδαγωγία από τον Όσιο Μάρκο ενός αδελφού, που έπεσε κάποτε σε παράπτωμα, γιατί είναι πολύ μεγάλη η ωφέλεια που μας παρέχει το πάθημα, αλλά και η μετάνοιά του.
Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка
Σχετική εικόνα
Το λείψανο του Οσίου Μάρκου του νεκροθάφτη της Λαύρας των Σπηλαίων
Εγκαταβίωναν τότε στη μονή των Σπηλαίων δύο μοναχοί, ο Θεόφιλος και ο Ιωάννης.
Αυτοί, είχαν στενό ψυχικό σύνδεσμο από τα παιδικά τους χρόνια, πάντοτε «το αυτό εις αλλήλους φρονούντες», «εν τω αυτώ νοι και εν τη αύτη γνώμη». Μαζί ήρθαν και στο μοναστήρι, δίνοντας σ’ όλους το παράδειγμα της αδελφικής αγάπης και ομόνοιας.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, παρακάλεσαν τον όσιο Μάρκο να ετοιμάσει ένα κοινό τόπο ταφής, για να είναι αχώριστοι ακόμη και στον τάφο, όταν ο Κύριος θα διέκοπτε την επίγεια ζωή τους.

Κάποτε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Θεόφιλος, έφυγε από την Πετσέρσκαγια για υποθέσεις της μονής. Στη διάρκεια της απουσίας του ασθένησε ο μικρότερος, ο Ιωάννης, κι έφυγε απροσδόκητα για τον ουρανό. Όταν επέστρεψε ο Θεόφιλος, είχε ήδη τοποθετηθεί το νεκρό σώμα στον ετοιμασμένο από τον όσιο Μάρκο τόπο. Έκλαψε πικρά ο μακάριος Θεόφιλος τον αγαπημένο του αδελφό, παρηγορήθηκε όμως με τη σκέψη ότι η όσια ψυχή του, θ’ αναπαυόταν τώρα στους κόλπους του Κυρίου.
Θέλησε αμέσως να επισκεφθεί τον τάφο του νεκρού. Πήγε στο σπήλαιο με τη συνοδεία μερικών ακόμη πατέρων και βρήκε τον Ιωάννη τοποθετημένο στο διπλό τάφο, που είχε ανοίξει ο όσιος Μάρκος, αλλά στην πρώτη θέση.
Παρακινημένος τότε από τον πονηρό, αγανάκτησε κι έβαλε τις φωνές.

- Πάτερ Μάρκε, φώναξε στον όσιο, γιατί τον έβαλες σ’ αυτή τη θέση; Εγώ είμαι μεγαλύτερος και πρέπει να ταφώ στην πρώτη σειρά. Τι είν’ αυτά τα πράγματα; Δεν ήξερες ότι ο μακαρίτης ο Ιωάννης είναι νεώτερος μου;
Ό ταπεινός Μάρκος έβαλε μετάνοια και είπε απλά:
— Συγχώρεσέ με, πάτερ. Αμάρτησα.
Έπειτα στράφηκε στο νεκρό και τον πρόσταξε:
— Σήκω αδελφέ και παραχώρησε την πρώτη θέση στο μεγαλύτερό σου. Εσύ βολέψου στη δεύτερη σειρά.

Με φρίκη είδαν τότε οι πατέρες το νεκρό να σηκώνεται και ν’ αλλάζει θέση!
Αμέσως, ο μακάριος Θεόφιλος ήρθε στον εαυτό του, συναισθάνθηκε την αμαρτία του κι έπεσε στα πόδια του οσίου Μάρκου, θρηνώντας και λέγοντας:
— Αμάρτησα, πάτερ! Συγχώρεσέ με! Δεν έπρεπε να ζητήσω τη μετακίνηση του αδελφού. Σε ικετεύω, πες του να επιστρέψει πάλι στην πρώτη θέση!

Αλλά ο όσιος αποκρίθηκε:
—Δεν είμ’ εγώ που τον μετακίνησα, μα ο ίδιος ο Κύριος. Θέλησε να διαλύσει τη δυσφορία σου εναντίον μου και να σε διδάξει την ταπείνωση. Αλλά και ο μακάριος Ιωάννης σου έδειξε έτσι και μετά θάνατο, την αγάπη του, παραχωρώντας ταπεινά την πρώτη θέση σε σένα, σαν αρχαιότερο. Η έγερση των νεκρών είναι έργο του Θεού. Δεν μπορώ λοιπόν εγώ χωρίς την εντολή και τη βούλησή Του, να μετακινήσω πάλι το νεκρό. Πες του εσύ αν θέλεις, να επανέλθει στην προηγούμενη θέση του. Ίσως να σ’ ακούσει. Γνώριζε ωστόσο και τούτο: Θα έπρεπε εσύ να μη βγεις τώρα από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσεις αμέσως σ’ αυτό το μνήμα και να κληρονομήσεις την ιεραρχική προτεραιότητα, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς! Επειδή όμως δεν είσαι ακόμη έτοιμος για την έξοδό σου, πήγαινε και φρόντισε για τη σωτηρία της ψυχής σου. Πριν περάσει πολύς καιρός, θα σε φέρουν πάλι εδώ, οριστικά αυτή τη φορά!

Με τρόμο άκουσε τα λόγια του οσίου Μάρκου ο Θεόφιλος. Φοβήθηκε πως δεν θα προλάβει ούτε στο μοναστήρι να φτάσει, αλλά θα πέσει κάτω νεκρός, τιμωρημένος σκληρά, αλλά δίκαια, για την υπεροψία του, απέναντι στον κεκοιμημένο αδελφό.

Με δυσκολία έφτασε μέχρι το κελί του. Μοίρασε αμέσως στους άλλους πατέρες τα λίγα πράγματα που είχε — βιβλία, ρούχα, έπιπλα — κρατώντας μόνο το νεκρικό μανδύα για την ταφή του σώματός του. Την ίδια κιόλας ημέρα, κλείστηκε στο άδειο κελί του κι άρχισε να κλαίει και να οδύρεται νύχτα και μέρα, περιμένοντας κάθε στιγμή το θάνατο.
Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει ή να μετριάσει τον ακατάπαυστο και γοερό θρήνο του ευλογημένου Θεοφίλου. Ούτε ο ηγούμενος ούτε κανένας άλλος αδελφός. Οι προσπάθειες όλων να τον παρηγορήσουν, γεννούσαν περισσότερα δάκρυα μετανοίας, μεγαλύτερη συντριβή και βαθύτερο ψυχικό πόνο στο μακάριο μοναχό.
Φαγητό μαγειρεμένο δεν ήθελε να γευτεί. Ελάχιστη μόνο ξερή τροφή έπαιρνε, κι αυτή μετά από αυστηρή εντολή του ηγουμένου. Τα δάκρυά του ήταν ο επιούσιος άρτος του. Κάθε πρωί, φώναζε θρηνώντας όπως ο ψαλμωδός: «Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός», γιατί δεν γνωρίζω πόσες ώρες ζωής έχω ακόμη. Άραγε θα ζήσω μέχρι το βράδυ;
Κάθε βράδυ πάλι έσβηνε τη φλόγα της ψυχικής οδύνης του με άλλα δάκρυα ικεσίας:
— «Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με… εκοπίασα εν τω στεναγμοί μου, λούσω καθ’ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω», γιατί δεν γνωρίζω, θα ζήσω άραγε μέχρι την ανατολή του ήλιου;

Σ’ αυτή την κατάσταση της συντριβής έζησε ο μακάριος Θεόφιλος πολλά χρόνια. Από την εξάντληση της νηστείας και της αϋπνίας, το σώμα του αδυνάτισε τόσο, ώστε κάτω από το δέρμα μπορούσε κανείς να διακρίνει όλα τα κόκαλα.
Τελικά, από το αδιάκοπο κλάμα, έχασε την όρασή του και τυφλώθηκε εντελώς.
Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка
Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка
Αποτέλεσμα εικόνας για Шапка прп Марка
Το σιδερένιο''καπέλο''του του Οσίου Μάρκου του νεκροθάφτη της Λαύρας των Σπηλαίων
Κάποτε ο όσιος Μάρκος, πληροφορήθηκε από τον Κύριο ότι πλησίαζε η ώρα της κοιμήσεώς του. Κάλεσε τότε τον ευλογημένο Θεόφιλο και του είπε:
- Συγχώρεσέ με αδελφέ που σε λύπησα και σ’ έκανα να κλαις τόσα χρόνια. Προσευχήσου για μένα, γιατί αναχωρώ από τη γη. Κι αν βρω παρρησία στο Θεό, δεν θα ξεχάσω να Τον παρακαλέσω για σένα, ώστε ν’ αξιωθείς κι εσύ να κληρονομήσεις «τον θείον νυμφώνα της δόξης Αυτού» και να βλέπεις αιώνια, μαζί με τους οσίους πατέρες μας Αντώνιο και Θεοδόσιο, το άρρητο κάλλος του προσώπου του Θεού.

Τ’ ασταμάτητα δάκρυα του μακαρίου Θεοφίλου, έγιναν τώρα χείμαρρος ορμητικός.

- Γιατί πάτερ μ’ εγκαταλείπεις εδώ; παραπονέθηκε. Ή πάρε με μαζί σου ή χάρισέ μου πάλι το φως των ματιών μου. Είν’ αλήθεια πως αμάρτησα βαριά τότε στο σπήλαιο. Θα ‘πρεπε να είχα πεθάνει εκεί, μπροστά στα πόδια σου, όταν μετακίνησες για χάρη μου το λείψανο του αδελφού Ιωάννου. Αλλά ο Κύριος με λυπήθηκε και μου χάρισε καιρό μετανοίας. Τώρα όμως που φεύγεις, βοήθησε με.
Παρακάλεσε τον Κύριο ή να μου δώσει πάλι την όραση ή να μ’ αξιώσει να φύγω μαζί σου για την άλλη ζωή.

Αδελφέ, αποκρίθηκε ο όσιος Μάρκος, μη θλίβεσαι για την τύφλωσή σου. Ο Θεός επέτρεψε να τυφλωθούν τα σωματικά σου μάτια για ν’ ανοιχτούν τα πνευματικά. Δεν είμαι εγώ, ούτε ο Θεός, που σου στερήσαμε το φως σου. Η μεγάλη σου μετάνοια στο στέρησε. Έτσι όμως ταπεινώθηκες και κέρδισες την αιωνιότητα, γιατί «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έτσι εξαγόρασες τον παράδεισο κι έσωσες την ψυχή σου. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη να δεις το πρόσκαιρο γήινο φως. Ο Κύριος θα σ’ αξιώσει να δεις το αιώνιο και αιδοίο φως της θείας δόξης Του. Και μην επιδιώκεις το θάνατο. Θα έρθει τη στιγμή που πρέπει, έστω κι αν δεν τον επιζήτησης. Μάθε όμως από τώρα ότι ο Κύριος θα σε προειδοποίηση για την αναχώρησή σου μ’ αυτό το σημείο: Τρεις ήμερες Πριν από την κοίμησή σου, θα ξαναβρείς το φως σου. Μετά θα φύγεις από δω και θα πας να συναντήσεις το Φως του κόσμου!

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του οσίου Μάρκου προς τον ευλογημένο Θεόφιλο. Μετά από λίγο, έκλινε την οσία κεφαλή του και «παρέδωκε το πνεύμα», μεταβαίνοντας «εκ του θανάτου εις την ζωήν».

Τα τίμια λείψανά του, τοποθετήθηκαν μέσα στο σπήλαιο, στον τάφο που ο ίδιος είχε ανοίξει για τον εαυτό του, κι έγιναν αμέσως αστείρευτη πηγή θαυματουργιών και ιάσεων ψυχών και σωμάτων. Εδώ τοποθετήθηκαν επίσης τα σίδερα που φορούσε πάντοτε ο όσιος, καθώς και ο ορειχάλκινος θαυματουργός σταυρός του.
Αποτέλεσμα εικόνας για преподобный марк печерский гробокопатель
Μετά την κοίμηση του θεσπέσιου Μάρκου, ο μακάριος Θεόφιλος αύξησε τους θρήνους, τη νηστεία και τις ασκήσεις, περιμένοντας με πόθο και λαχτάρα την εκπλήρωση της προρρήσεως του οσίου. Έβαζε μπροστά του ένα μεγάλο πήλινο αγγείο κι έκλαιγε πάνω του, χύνοντας εκεί μέσα τα δάκρυα.
Όταν μετά από καιρό το σκεύος εκείνο γέμισε, ο όσιος απέκτησε την όρασή του! Κατάλαβε τότε ότι πλησίαζε το τέλος του. Ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και προσευχήθηκε:
- Δέσποτα φιλάνθρωπε, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου! Εσύ που δεν θέλεις το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά περιμένεις μακρόθυμα τη μετάνοιά του, Εσύ που γνωρίζεις τα πανιά, ακόμη και τις πιο κρυφές προθέσεις μας, στείλε μου, Σε παρακαλώ, την ώρα τούτη το έλεός Σου! Δέξου τα πικρά μου δάκρυα, Παράκλητε αγαθέ και ευδόκησε να με σκεπάσει η χάρη Σου, με τις προσευχές των οσίων πατέρων Αντωνίου και Θεοδοσίου και πάντων των αγίων, για να μη μ’ αρπάξουν τα εναέρια τελώνια και με κερδίσει ο άρχοντας του σκότους.

Και να! Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στον προσευχόμενο όσιο, άγγελος Κυρίου, σαν νέος λευκοφορεμένος κι επιβλητικός.

- Θεοφιλώς προσεύχεσαι, Θεόφιλε! είπε με φωνή απόκοσμη, ουράνια. Γνώριζε ότι δεν είναι μόνο τα δάκρυα που μάζεψες εσύ στο σκεύος σου. Είναι κι εκείνα που μάζεψα εγώ, που ήμουν δίπλα σου όταν προσευχόσουν, εκείνα που σκούπιζες με την παλάμη ή με το μανίκι ή με την άκρη του ζωστικού σου. Όλ’ αυτά τα δάκρυα, βρίσκονται μέσα σε τούτο το αγγείο που κρατώ. Ο Θεός μ’ έστειλε τώρα να σου αναγγείλω τη χαρμόσυνη είδηση: Φεύγεις για τον Κύριό σου! Φεύγεις για Εκείνον που βεβαίωσε: «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται»! «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε»! «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ Θεόφιλε! Είσελθε λοιπόν, εις την χαράν του Κυρίου σου»!

Και λέγοντες αυτά ο άγγελος, άφησε μπροστά στα πόδια του οσίου ένα μεγάλο αγγείο, που ανέδιδε άρρητη ευωδιά, κι έγινε άφαντος.

Συνεπαρμένος από το όραμα ο θαυμάσιος Θεόφιλος, κάλεσε τον ηγούμενο, του διηγήθηκε την εμφάνιση και αποκάλυψη του αγγέλου, και του έδειξε τα δυο σκεύη γεμάτα δάκρυα.
- Σε παρακαλώ, τίμιε Γέροντα, αν είν’ ευλογημένο, μόλις αναχωρήσει η ψυχή μου για τον ουρανό, ας περιχύσουν οι αδελφοί στο σώμα μου το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου.

Ο ηγούμενος αποδέχθηκε συγκινημένος την παράκληση του οσίου και τον ασπάστηκε με δέος και πνευματική ευφροσύνη.

Σε λίγο, η μακαρία ψυχή του αναχώρησε πράγματι για τους κόλπους του Αβραάμ, για τις ουράνιες σκηνές των δικαίων.

Ήταν η τρίτη μέρα από τότε που ξαναβρήκε την όρασή του.
Σχετική εικόνα
Τα άφθαρτα λείψανα των Οσίων Ιωάννη και Θεοφίλου

Το τίμιο σώμα του, τοποθετήθηκε στο σπήλαιο, δίπλα στο σκήνωμα του μακαριστού αδελφού Ιωάννου και όχι μακριά από το άγιο λείψανο του οσίου Μάρκου. Όταν το άλειψαν με το περιεχόμενο του αγγελικού αγγείου, ο τόπος γέμισε από μεθυστική, ουράνια ευωδία.

Κατόπιν έχυσαν επάνω του και το περιεχόμενο του δικού του δοχείου, τα δάκρυα με τα οποία πότισε τον αγρό της ψυχής του, για να θερίσει τα στάχυα της αιωνίας μακαριότητας, στον αγρό της βασιλείας του Θεού.
Η μνήμη των τριών αυτών αγίων τιμάται στις 29 Δεκεμβρίου

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. Δεν γνωρίζεις ότι ό ίδιος είσαι γη καί στάχτη;



Ένας άλλος κανόνας πού ήταν Απαράβατος γιά τόν Θεόφιλό, ήταν, ότι ποτέ ό ίδιος δέν έφτυνε κάτω, καί συμβούλευε καί τούς άλλους νά κάνουν τό ίδιο. Ιδιαίτερα αύστηρός ήταν μ’ έκείνους πού έφτυναν μέσα στο Ναό του Θεού κάτω στο δάπεδο τής εκκλησίας.
«Γιατί φτύνεις μέσα στην εκκλησία;» συνήθιζε να ρωτάη όσους τό έκαναν.
«Ό Θεός εδώ είναι άοράτως παρών καί οί άνθρωποι γονατίζουν ένώπιόν Του καί προσεύχονται σ’ Αυτόν. Καί σύ φτύνεις στο έδαφος! Δεν γνωρίζεις ότι ό ίδιος είσαι γη καί στάχτη;
Πώς τολμάς λοιπόν να φτύνης τήν ίδια την μητέρα σου γή; Δέν είναι αυτή πού θά σέ δεχτή στά σπλάχνα της μετά τόν θάνατό σου; Δέν είναι αυτή πού θά φυλάξη τό σώμα σου μέχρι τήν άνάσταση όλων τών νεκρών;»

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ δία Χριστὸν σαλός, ἐκ τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων Κιέβου


Ἑορτάζει στὶς  28 Οκτωβρίου

ΜΕΡΟΣ Η’   Οι «εχθροί» του στάρετς 

Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός -feofil-kievΙδιαίτερα εχθρικός απέναντι του ήταν ο ιερομόναχος Ιώβ, ο προϊστάμενος του ερημητηρίου. Επειδή πίστευε ότι όλες οι ενέργειες και οι πράξεις του μακαρίου ή­ταν μόνο υποκρισία και δεισιδαιμονία, κατέτρεχε τον στάρετς σε κάθε του βήμα και παρενέβαλλε σ’ αυτόν όσες ενοχλή­σεις και δυσκολίες μπορούσε, κουράζον­τας τον Μητροπολίτη με διαρκείς αναφο­ρές και παράπονα. Όταν έβλεπε ένα πλή­θος προσκυνητών γύρω από τον μακάριο, ο Ιώβ έτρεχε στην αυλή και τους επέπληττε ως δεισιδαίμονες, αναγκάζοντάς τους να διαλυθούν.

Όταν αυτή η τακτική δεν ωφελούσε, ο προϊστάμενος έδινε εντολή να κλείσουν τις πύλες του μοναστηρίου μετά από το δείπνο, ώστε το φιλοπερίερ­γο πλήθος να μη περιστοιχίζη τον μακά­ριο και να μη πλησιάζη το κελλί του. Και δεν σταματούσε σ’ αυτό. Συχνά εισέβαλλε στο κελλί του μακαρίου, τον στηλίτευε με οργή στις γυναίκες και μάζευε από το τραπέζι του στάρετς τα ασπρόρουχά του, για να τον εμποδίση από του να τα δώση στις πλύστρες. Σε όλους αυτούς τους εξ­ευτελισμούς ο στάρετς απαντούσε μόνο με την πραότητα και τη σιωπή ή ανέφερε δι­άφορες ευαγγελικές παραβολές. Επειδή όμως ο προϊστάμενος δεν ησύχαζε και εξακολουθούσε να τον ενοχλή, συχνά ο στάρετς προφυλαγόταν από την άδικη οργή και τον διαβολικό πειρασμό με το να μη του ανοίγη την πόρτα. 

«Παντελεήμων», έλεγε σε τέτοιες περιπτώσεις ο μακάριος στον υποτακτικό του, «κλείσε την πόρτα. Τώρα έρχεται ο εχθρός μας». Ο Παντελεήμων γνώριζε καλά ποιος ή­ταν αυτός ο «εχθρός» και έσπευδε να κλείση την πόρτα, όσο πιο γερά μπορούσε.

Τελικά ο Ιώβ, για να ενοχλή περισσό­τερο τον μακάριο και για να αποδείξη το δικαίωμα και την εξουσία του, μετέφερε τον στάρετς στο ισόγειο ενός μεγάλου κτι­ρίου κοντά στο δικό του διαμέρισμα. Μο­λονότι εκεί υπήρχαν τέσσερα μεγάλα και άνετα δωμάτια, ο στάρετς ήταν πολύ δυσ­αρεστημένος, διότι μία τέτοια αλλαγή στη ζωή και στη διαμονή του τον εμπόδιζε να κάνη όλα αυτά, για τα οποία τον είχε κα­λέσει ο Κύριος. 

Ήρθες στο Κοινόβιο για να μας μολύνεις με τον καπνό σου Στάρετς Θεόφιλος



Εκτός άπ’ τήν αγάπη του καί τήν μέριμνα γιά τά πουλιά καί τά ζώα, ό Στάρετς Θεόφιλος, είχε κι άλλες συνήθειες: π.χ. αντιπαθούσε τους καπνιστές καί δεν άντεχε τήν μυρωδιά του καπνού.
«Βλέπεις, έχεις δηλητηριαστεί μέ τό φαρμάκι του διαβόλου», θα έλεγε πολύ αυστηρά σέ κάποιον έπισκέπτη πού κάπνιζε:
«Ορίστε, ήρθες στό Κοινόβιο γιά νά μάς μολύνεις μέ τόν καπνό σου. Τί κέρδος θαχης νά πλησιάσης αύριο τά Φριχτά Μυστήρια μ’ αυτή τήν μυρωδιά του καπνού στήν αναπνοή σου; Φύγε μακριά μου, δέν έχεις τήν εύλογία μου!»
Μιά άλλη φορά, ό Θεόφιλος περπατούσε κατά μήκος του αυλόγυρου του Μοναστηριού μ’ έναν άφοσιωμένο στό πρόσωπό του λαϊκό, καί κουβαλούσε σέ μιά χύτρα, τριμμένα χειμωνιάτικα ραπανάκια μέσα σέ κβάς, οπότε τόν πλησίασε κάποιος Βίκτωρ Ιγνάτιεβιτς Άσκοτσένσκυ, έκδοτης του περιοδικού «Τοπικές συζητήσεις».
Κάπνιζε ένα τσιγάρο. Καθώς άνοιξε τό στόμα του να του μιλήση, φύσηξε τόν καπνό ακριβώς πάνω στό φαγητό του Θεόφιλου.
Ό ευλογημένος, δέν είπε τίποτα, άλλά βούτηξε τό δάχτυλό του μέσα στήν χύτρα καί ράντισε τόν καπνιστή μέ λίγο από τό ζουμί πού είχε μέσα.
Οταν ό Άσκοτσένσκυ γύρισε σπίτι του, κάθησε γιά τό δείπνο, άλλά τό πιάτο πού του σέρβιραν είχε μιά περίεργη μυρωδιά από χειμωνιάτικα ραπανάκια.
Φυσικά εκείνος δέν υποψιάστηκε τήν αιτία. Έστειλε μόνον πίσω τό πιάτο καί ζήτησε να του φέρουν άλλο. Του έφεραν, άλλά κι αύτό είχε τήν ίδια μυρωδιά. Αυτό έπαναλήφθηκε καί γιά τρίτη φορά, καί ή μυρωδιά ήταν ή ίδια. Σ’ αύτό τό σημείο ό Άσκοτσένσκυ θύμωσε κι άρχισε να έπιπλήττη τόν μάγειρα καί τούς ύπηρέτες. Άλλά δέν ύπήρχε καμιά έξήγηση γιά τήν μυρωδιά. Θύμωσε πάρα πολύ, αφού έπαναλήφθηκε ό γύρος του σερβιρίσματος μέ τό ίδιο άποτέλεσμα. Έφυγε άπό τό σπίτι του καί πήγε στό σπίτι κάποιου φίλου του. Καθώς εκείνος τόν ύποδέχτηκε, έκανε τό’σχόλιο ότι μύριζε έντονα χειμωνιάτικα ραπανάκια. ‘Ωστόσο κάνοντας ότι δέν κατάλαβε, ζήτησε άπό τόν φίλο του κάτι να φάη, έξηγώντας του γιά τήν άπροσεξία καί τήν άφροντισιά των ύπηρετών πού έτοίμαζαν τό φαγητό στό σπίτι του.
Πόσο μεγάλη όμως ήταν ή έκπληξή του, όταν διαπίστωσε ότι καί τό φαγητό πού του πρόσφερε ό φίλος του, είχε τήν ίδια μυρωδιά άπό χειμωνιάτικα ραπανάκια! Όλότελα συγχυσμένος πήγε στόν φούρνο ν’ άγοράση λίγα μπισκότα.
Γύρισε στό σπίτι του καί κάθησε να πιή ένα τσάϊ μέ τά μπισκότα, άλλά άλλοίμονο! κι αύτά είχαν τήν ίδια άηδιαστική μυρωδιά.
Γιά τρεις ολόκληρες ήμέρες ό φτωχός Άσκοτσένσκυ ύποφέροντας έτσι, έφτασε σέ άπόγνωση.
Ό καθένας πού τόν συναντοΰσε σχολίαζε πόσο πολύ μύριζε χειμωνιάτικα ραπανάκια.
Ό άτυχος άνδρας προσπάθησε άπεγνωσμένα να βρή τήν αιτία πού είχε αύτό τό φαινόμενο καί τελικά θυμήθηκε τήν συνάντηση με τόν Στάρετς Θεόφιλο. Αφού συναισθάνθηκε τήν άπρεπη συμπεριφορά του, έτρεξε στό Κιτάγιεφ, στόν μακάριο. Τόν ικέτεψε γιά συγχώρηση καί άμέσως ή δυσάρεστη μυρωδιά εξαφανίστηκε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.


Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός (9)



Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός (9)
Μέρος θ'

Η ημιτελής προσευχή 
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος σύντο­μα θα άλλαζε γνώμη σχετικά με τον μακάριο. Μέχρι τώρα είχε αμφιβολίες για την αγιότητα της ζωής και το προορατικό χάρισμα που απέδι­δαν στον Θεόφιλο, αλλά τα μάτια του θα άνοιγαν σύντομα. 
Όπως είναι γνωστό, ο κανόνας προ­σευχής του Μητροπολίτη Φιλαρέτου ήταν εξαιρετικά μεγάλης διαρκείας και έπαιρνε έξι έως επτά ώρες για να ολοκληρωθή. 
Σε προσωπικές συζητήσεις που είχε με τους γέροντες της Λαύρας, είχε πη: «Δεν καταλαβαίνω πώς οι ηλικιωμένοι άνθρωποι γενικά και ειδικώτερα οι μο­ναχοί, μπορούν να ζουν, αν δεν έχουν αποκτήσει επαρκή εμπειρική γνώσι της προσευχής και του τρόπου να προσεύχε­σαι, θα πρέπη να είναι εξαιρετικά δύ­σκολο και μοναχικό γι' αυτούς. Γι' αυτό τον λόγο, πόσο είναι απαραίτητο για τον κάθε άνθρωπο που δεν σκοπεύει να περάση τη γεροντική του ηλικία μέσα στην ανία να συνηθίση να προσεύχεται από τη μικρή ηλικία». 
Και αυτός ο ίδιος ήταν ο πρώτος που έθετε τη συμβουλή του αυτή σε αυστηρή εφαρμογή.
Συνέβη κάποτε να είναι απαραίτητη επειγόντως η παρουσία του Μητροπολί­τη στο Κιτάγιεφ. Κουρασμένος εξ αιτίας ωρισμένων σοβαρών θεμάτων την προη­γούμενη νύχτα, ξύπνησε το πρωί μισή ώρα αργότερα από το συνηθισμένο και άρχισε βιαστικά τα πρωινά του καθήκο­ντα, έτσι που να μην αργήση στη συνάντησι που είχε στο Κιτάγιεφ. Ενώ διά­βαζε τον πρωινό του κανόνα, ο συγκελλιώτης του ιερομόναχος Ναζάριος ήλθε στο παρεκκλήσι, και ανέφερε ότι η άμαξα ήταν ήδη έτοιμη και περίμενε στην πόρ­τα για να τον πάρη για το ταξίδι. Ο Μητροπολίτης δεν μπορούσε να καθυστερήση την αναχώρησί του και έτσι δεν είχε χρόνο να συμπληρώση τις προσευχές του. Ζήτησε το ράσο του και ανεχώρησε αμέ­σως. Σε μισή ώρα η άμαξα μπήκε στα δά­ση του Κιτάγιεφ και ο Μητροπολίτης Φιλάρετος χαμήλωσε το τζάμι της άμα­ξας αναπνέοντας το υπέροχο άρωμα του φρέσκου πρωινού αέρα. Ξαφνικά το βλέμμα του έπεσε σ' ένα μεγάλο δέντρο που βρισκόταν παραπέρα. Στην κορυφή του καθόταν ο Θεόφιλος διαβάζοντας ειρηνικά ένα προσευχητάριο. 
«Τι κάνης εκεί πέρα», φώναξε απορη­μένος ο Μητροπολίτης. 
«Τελειώνω τον κανόνα μου», απάντη­σε σιγά ο Θεόφιλος από ψηλά. 
«Τι; Τι είπες; Μίλα πιο δυνατά! Δεν μπορώ να σ’ ακούσω!». 
«Είπα, τελειώνω το διάβασμα του κα­νόνα μου!» απάντησε ο μακάριος με όλη τη δύναμι της φωνής του. «Δεν είχα χρό­νο στη μονή. Το ταξίδι με εμπόδισε, άλλα μπορώ τουλάχιστον να τελειώσω στη διαδρομή!». 
«Ναι, ναι. Μιλάς για μένα» μάντεψε ο Μητροπολίτης. «Λοιπόν, σ' ευχαριστώ, κατεργάρη, που συμβούλεψες ένα γέρο άνθρωπο σαν κι εμένα. Κατέβα αμέσως κάτω. Θα τελειώσω το διάβασμα εγώ ο ίδιος». 

Το προορατικό χάρισμα του στάρετς 
Μετά από αυτό το συμβάν ο Μητρο­πολίτης έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για τον στάρετς και άρχισε να τον παρατηρή προσεκτικά. Αποφάσισε να επισκεφθή τον στάρετς στο κελλί του με σκοπό να βγάλη ένα τελικό συμπέρασμα για τις άδικες κατηγορίες που υπήρχαν εις βάρος του. Ο Μητροπολίτης ξεκι­νούσε πολλές φορές για το κελλί του Θεο­φίλου αλλά κάθε φορά ο Θεόφιλος προσ­παθούσε να αποτρέψη τον Μητροπολί­τη από την απλή περιέργεια. Μια φορά ο στάρετς έφτασε στο σημείο να καλύψη την πόρτα του κελλιού του απέξω με χαμόκλαδα και πηλό έτσι ώστε ο Μητρο­πολίτης να αναγκαστή να γυρίση πίσω. 
Τελικά ο Μητροπολίτης με τη συνο­δεία του συγκελλιώτη του κατάφερε να φθάση και να βρη τον Θεόφιλο στο κελ­λί του. Ο μακάριος δέχθηκε τον υψηλό επισκέπτη πολύ εγκάρδια βάζοντάς τον να καθίση στο μικρό πάγκο, ενώ αυτός πήγε να ετοιμάση το σαμοβάρι. Όταν το νερό άρχισε να βράζη μετέφερε το σα­μοβάρι στη μέση του κελλιού, το έβαλε στο πάτωμα και τοποθέτησε μια πήλινη γαβάθα κάτω από τη βρυσούλα του. Με­τά πήρε την ράβδο του αρχιερέως και την κοίταξε προσεκτικά απ’ όλες τις μεριές. 
«Και πόσο αξίζει αυτό το μπαστού­νι;» ρώτησε ο μακάριος κοιτάζοντας τον Μητροπολίτη. 
«Τίποτε», απάντησε ο Μητροπολίτης. 
«Όχι», είπε ο στάρετς. «Αξίζει του­λάχιστον εικοσιπέντε ρούβλια». 
Και με αυτά τα λόγια τοποθέτησε τη ράβδο στη γαβάθα που βρισκόταν κάτω από το σαμοβάρι· έβγαλε το καπάκι και το πέταξε στη γωνία. Το νερό έτρεξε πά­νω στη ράβδο, γέμισε τη γαβάθα και ξε­χειλίζοντας έπεφτε στο πάτωμα. Ο Μη­τροπολίτης τα είδε όλα αυτά με μεγάλη απορία, διέσχισε το βρεγμένο πάτωμα και βιαστικά βγήκε από το κελλί. 
Πέρασαν μερικές ημέρες. Ήταν Ιού­νιος και ο καιρός ήταν λαμπερός και ευ­χάριστος. Ο Μητροπολίτης αποφάσισε να πάη μόνος του έναν περίπατο στο δά­σος. Το ντύσιμο του ήταν τέτοιο που σχεδόν δεν ξεχώριζε από τους μοναχούς του Γκολοσέγιεβο. Φορούσε μονάχα ένα απλό ράσο και σκούφο, κρατούσε ένα απλό μπαστούνι στο ένα χέρι και ένα Ευ­αγγέλιο ή Απόστολο στο άλλο.
Έμοιαζε περισσότερο για στάρετς του μοναστη­ριού παρά για Μητροπολίτης. Κοντά στο τέλος του δάσους του Γκολοσέγιεβο υπήρχε ένα βουναλάκι κι εκεί δίπλα σε ένα φράχτη υπήρχε ένα ξύλινο παγκάκι στο οποίο πάντοτε ο Μητροπολίτης ξε­κουραζόταν. Αυτό ήταν το αγαπημένο σημείο του Μητροπολίτη, γιατί από εκεί είχε εξαιρετική θέα· τόσο η πόλι όσο και η Λαύρα απλωνόταν μπροστά στα μάτια του. Απολαμβάνοντας το απόμερο μέ­ρος ο Μητροπολίτης συνήθιζε να κάθε­ται εκεί για ώρες και υψώνοντας τα ιερά του χέρια στον ουρανό προσευχόταν μυστικώς για το καλό όλων όσων ζούσαν στην αγία πόλι και στην Πετσέρσκαγια Λαύρα. 
Αυτή τη φορά επιθυμούσε να πη τη συνηθισμένη του προσευχή και γονάτι­σε κάτω, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένας άνθρωπος με ένα ρόπαλο τον πλη­σίασε μέσα από τους θάμνους και δεί­χνοντας το ρόπαλο που κρατούσε, ρώτη­σε τον Μητροπολίτη: 
«Και πόσο αξίζει αυτό το μπαστούνι;». 
Ο Μητροπολίτης θέλησε να τον ευ­λογήση, αλλά ο ξένος έκανε γρήγορα γνωστό τον σκοπό του: 
«Μην ταράζεσαι, απλώς δώσε μου ό,τι πράγμα αξίας έχεις επάνω σου». 
Ο Μητροπολίτης γαλήνια τράβηξε το πορτοφόλι του στο οποίο υπήρχαν εικοσιπέντε ρούβλια και είπε, ενώ του το έδινε: 
«Λοιπόν, αδελφέ, λυπάμαι. Υπάρ­χουν πολύ λίγα χρήματα εδώ». 
Αλλά όταν ο Μητροπολίτης μετακί­νησε τις πτυχές του ράσου του με σκοπό να τραβήξη το πορτοφόλι του, ο κλέφτης πρόσεξε ένα χρυσό ρολόι με αλυσίδα. 
«Εάν υπάρχουν πολύ λίγα εδώ. τότε δος μου το ρολόι σου και την αλυσίδα». 
Ο Μητροπολίτης ήρεμα εκτέλεσε την απαίτησι. 
«Αχά!», είπε ο ξένος. «Φαίνεται να είναι χρυσό». 
«Και τι μ’ αυτό;» είπε ο Μητροπολί­της. «Αυτό που θα ήταν προς όφελός σου, αδελφέ...». 
«Πώς γίνεται να είσαι μοναχός, και να έχης χρυσό ρολόι;  Ή μήπως δεν είσαι ενας συνηθισμένος μοναχός; Μήπως είσαι σκευοφύλακας ή κάτι τέτοιο;». 
«Όχι, δεν είμαι σκευοφύλακας». 
«Τότε ποιος είσαι;». 
«Για να σου πω την αλήθεια, με φω­νάζουν Μητροπολίτη». 
«Μητροπολίτη!!» ψέλλισε έκπληκτος ο ξένος. 
«Λοιπόν, ναι. Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου, που σε κάνει τόσο πολύ να ταράζε­σαι; Ο Κύριος να είναι μαζί σου». 
Ο ξένος έπεσε στα πόδια του. 
«Λοιπόν, αδελφέ, σήκω επάνω και συνόδευσε με προς τη Μονή και σε πα­ρακαλώ να μη φοβάσαι τίποτε». 
Καθώς πλησίαζαν το ερημητήριο ο Μητροπολίτης γύρισε για να μιλήση στον δυστυχή: 
«Θα ήταν σοφό, αδελφέ μου, εάν μου έδινες πίσω το ρολόι και την αλυσίδα. Βλέπεις, είναι χαραγμένο το όνομά μου επάνω. Ποιος ξέρει σε τι προβλήματα θα μπης, όταν προσπαθήσης να το πουλήσης! Θα ήταν καλύτερα αν έμενες εδώ λιγάκι. Μπορείς να μείνης μαζί μας ως ένας οδοιπόρος και θα σου δώσω επι­πλέον κάποια χρήματα!». 
Ο ξένος έδωσε πίσω το ρολόι και ο Μητροπολίτης συνέχισε για την καλύβη. Συναντώντας στην πύλη τον συγκελλιώτη του, τον πατέρα Σέργιο, του πα­ρήγγειλε να πάη γρήγορα στην είσοδο, όπου θα εύρισκε έναν οδοιπόρο, ο οποίος είχε την καλωσύνη να τον συνοδεύση και να τον προσκαλέση μέσα. Ο π. Σέργιος πήγε και πέρα από την είσο­δο, αλλά ο ξένος είχε ήδη εξαφανισθή. 
«Τι αγενής άνθρωπος», είπε ο Μη­τροπολίτης. «Δεν πειράζει, ο Κύριος ας είναι μαζί του». 
Αφού κάθισε λίγη ώρα κάτω και ηρέ­μησε, ο Μητροπολίτης ειδοποίησε να έλθη ο Θεόφιλος. Όταν αυτός εμφανί­σθηκε, ο Φιλάρετος έδειξε με το χέρι το μπαστούνι του και είπε χαμογελώντας:
 
«Η πρόβλεψίς σου εκπληρώθηκε, Θε­όφιλε. Το μπαστούνι αξίζει εικοσιπέντε ρούβλια. Δεν είναι όμως αυτό που με τρο­μάζει. Αυτό που με τρομάζει είναι ότι ο κακοποιός θα μπορούσε να είναι η αιτία για να χυθή τόσο από το αίμα μου, όσο βραστό νερό άφησες να τρέξη από το σαμοβάρι».
 
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου. Κύριε!»[1], απάντησε ο μακάριος λέγοντας την αγα­πημένη του φράσι.
 

Η πυρκαιά στην Λαύρα
 
Ολοκληρώνοντας, θα αναφέρω ένα ακόμη γεγονός το οποίο έπεισε τον Μη­τροπολίτη Φιλάρετο ότι ο στάρετς Θεό­φιλος δεν ήταν ένα συνηθισμένο πρόσω­πο και ότι η ψυχή του ήταν γεμάτη από την χάρι και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.
 
Μια φορά, καθώς περνούσε μέσα από το δάσος με άμαξα, ο Μητροπολίτης διέ­ταξε τον αμαξά να στρίψη για το Κιτάγιεφ, και αφού σταμάτησε εκεί, για μισή περίπου ώρα, ξεκίνησαν για το κελλί του γέροντα του ερημητηρίου με σκοπό να συζητήση μαζί του ωρισμένα θέματα. Στο δρόμο τον συνάντησε ο στάρετς Θε­όφιλος και αντί να ζητήση την ευλογία του Μητροπολίτη, πήρε ενα καρβουνιασμένο ξύλο που είχε κάτω από το ράσο του και το πέταξε στα πόδια του Μητρο­πολίτη. Οι άνθρωποι που ήταν γύρω έμειναν με το στόμα ανοιχτό και νόμισαν ότι ο Μητροπολίτης θα θύμωνε και ότι αυτό θα είχε άσχημες συνέπειες για τον Θεόφιλο. Ο Μητροπολίτης όμως φάνη­κε να μη δίνη σημασία στο γεγονός και συνέχισε τον δρόμο του σαν να μη συνέβαινε τίποτε.
 
Λίγο αργότερα ο Μητροπολίτης βρι­σκόταν ξανά στο Κιτάγιεφ και συναντώ­ντας τον Θεόφιλο στην αυλή του μονα­στηρίου τον σταμάτησε και του είπε:
 
«Λοιπόν, κατεργάρη, έχω πολύ καιρό να έλθω στο κελλί σου. Σήμερα μετά τη λειτουργία θα περάσω από το κελλί σου για τσάι. Μόνο κοίταξε να μη μου προσφέρης το ίδιο είδος τσαγιού μ' αυτό που μου πρόσφερες την προηγούμενη φορά».
 
«Είστε ευπρόσδεκτος, σεβασμιώτα­τε», απάντησε ο στάρετς βάζοντας μετά­νοια στον αρχιερέα.
 
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν ο Μητροπολίτης ήθελε να μιλήση με τον μακάριο ή, έχοντας στο νου του το μισοκαμμένο κούτσουρο που του πέταξε στα πόδια του, ήθελε να ξεκαθαρίση από τον ίδιο την σημασία αύτης της ενεργεί­ας· το γεγονός όμως είναι ότι μετά το τέ­λος της λειτουργίας ο Μητροπολίτης πήγε κατ' ευθείαν στον Θεόφιλο.
 
Και πώς τον δέχθηκε ο μακάριος; Ε­πιστρέφοντας στο κελλί του παρήγγειλε αμέσως στον συγκελλιώτη του να γεμίση ένα βαρέλι με νερό και μετά να προσθέση σε αυτό χώμα. Όταν φτιάχθηκε ένας αρκετά καλός «χυλός», ο μακάριος άλει­ψε τους τοίχους του κελλιού του με αυτή την λάσπη, όπως επίσης και την πόρτα και το κούφωμά της, και στη συνέχεια σκόρπισε την λάσπη σε παχύ στρώμα στο πάτωμα. Μετά κάλυψε και το ίδιο το σώμα με λάσπη και κάθισε πάνω στο σκαμνί στη μέση του δωματίου περιμέ­νοντας μόνος τον υψηλό του καλεσμένο.
 
Σε μισή ωρα η πόρτα του κελλιού άνοιξε και ο Μητροπολίτης μπαίνοντας μέσα σταμάτησε στο κατώφλι γεμάτος κατάπληξι.
Λάσπη και ακαταστασία υπήρχε πα­ντού και ο κύριος του κελλιού δεν έμοια­ζε με μοναχό αλλά με κάποιον που μόλις είχε βγη από μια καμινάδα.
 
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο αρχιερέας θυμωμένος.
 
«Μην έχετε καμμιά αμφιβολία, σεβασμιώτατε. Παρακαλώ. Είναι σαν μετά από τη φωτιά. Είχα φωτιά και της έρριχνα συνέχεια νερό και έτσι λερώθηκα».
 
Θυμωμένος ο αρχιερέας έρριξε μια υποτιμητική ματιά στον Θεόφιλο και αποχώρησε βιαστικά. Αλλά λίγο πριν καθήση στην άμαξα για να αναχωρήση ο συγκελλιώτης του Θεοφίλου Ιβάν έτρεξε σ' αυτόν φέρνοντάς του τρία μπουκάλια με νερό.
 
«Από ποιόν είναι αυτά; Για ποιο λό­γο;» ρώτησε ο Μητροπολίτης.
 
«Είναι από τον στάρετς Θεόφιλο, σεβασμιώτατε. Με διέταξε να σας δώσω αυτό το δώρο και να πω ότι θα σας χρησιμεύση για να το αδειάσετε πάνω στο καμμένο κούτσουρο!».
 
«Να το αδειάσω στο καμμένο κού­τσουρο; Τι είναι όλα αυτά τα πράγματα τώρα; Και τι έχει βάλει μέσα σε αυτά τα μπουκάλια; Δοκίμασε το!».
 
«Νερό», απάντησε ο συγκελλιώτης του Θεοφίλου, «σκέτο νερό, άγιε Μη­τροπολίτη».
 
«Σκέτο νερό;».
 
«Αλήθεια σας λέω, σεβασμιώτατε».
 
«Καλά, βάλε το μπροστά στον άμαξα. Είναι φανερό ότι αυτός ο κατεργάρης θέλει να προφητεύση κάτι».
 
Πέρασαν μερικές εβδομάδες από το τέλος του φθινοπώρου. Στις 12 τα μεσά­νυχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου 1844, ο Ρωμανός Μπαράνωφ, δόκιμος στη Λαύρα, άναψε τη θερμάστρα στον φούρνο που έκαναν πρόσφορα και μαζί με τους άλλους δόκιμους άρχισαν να ετοιμάζουν τη ζύμη για τα πρόσφορα. Ο προσφοράρης μοναχός Βασίλειος Τιτώφ και ο γενικός υπεύθυνος του φούρνου μοναχός Λεωνίδας Ζατφόρνυ ετοιμάζονταν να συμμετάσχουν στα ά­χραντα Μυστήρια και ξεκίνησαν για τον Όρθρο. Όταν άφησαν την εκκλησία, πήγαν στα κελλιά τους για να διαβά­σουν τις σχετικές προσευχές.
 
Ξαφνικά, στις τρεις το πρωί, ο νυκτοφύλακας, ένας δόκιμος του φούρνου, ο Ιωσήφ Αλφέρωφ, ένιωσε έντονη μυρω­διά καπνού ενώ βάδιζε στον διάδρομο που χωρίζει τον φούρνο για τα πρόσφο­ρα από τον κυρίως φούρνο. Ο Αλφέρωφ έτρεξε να εξετάση το πίσω μέρος της αυλής όπου φύλαγαν τα ξύλα και όπου βρίσκονταν τα ξύλινα εξωτερικά κτίσματα, αλλά μη βρίσκοντας τίποτε «στραβό», έρριξε μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα της πόρτας που οδηγούσε μέσω μιας σκάλας προς τη σο­φίτα και είδε φωτιά να μαίνεται. Άρπα­ξε το κλειδί, αλλά όταν άνοιξε την πόρ­τα, ο καπνός τον κτύπησε στο πρόσωπο με τέτοια δύναμι που ο Αλφέρωφ τραβήχθηκε πίσω φοβισμένος. Εξετάζο­ντας καλύτερα, μπόρεσε να δη ότι η ξύ­λινη σκάλα είχε πάρει φωτιά κοντά στο οριζόντιο τμήμα της καμινάδας που οδηγούσε από την εστία του φούρνου για τα πρόσφορα στην καπνοδόχο. Οι αδελφοί ήρθαν τρέχοντας με κάδους και πάσχιζαν να σβύσουν τη φωτιά, αλλά τις προσπάθειές τους τις εμπόδιζαν η άβο­λη διαδρομή ως την φωτιά και η διάταξις της μεταλλικής στέγης. Η φωτιά γί­νονταν όλο και πιο δυνατή και σύντομα περιτύλιξε ολόκληρο τον φούρνο για τα πρόσφορα. Για να ολοκληρωθή η συμφορά, ξέσπασε τέτοια δυνατή θύελ­λα εκείνη τη νύχτα που τα αποκαΐδια έφτασαν ως το Ποντόλ και ακόμη μέχρι το μοναστήρι Φλορόφσκι.
 
Ξημερώνοντας η 19η Νοεμβρίου η φωτιά επεκτάθηκε ακόμη πιο πέρα και εισχώρησε κάτω από τη μεταλλική στέ­γη του τυπογραφείου της Λαύρας. Ο Μητροπολίτης έντρομος, βλέποντας ότι η φωτιά αύξανε σε μέγεθος και απει­λούσε όχι μόνο τα υπόλοιπα κτήρια, αλλά και την ίδια τη μεγάλη εκκλησία της Λαύρας, έπαψε να ελπίζη πλέον στην ασθενή δύναμι των ανθρώπων. Παρήγγειλε να ανοιχθούν οι πόρτες της μεγάλης εκκλησίας και πήγε εκεί να προσευχηθή. Για πολλή ώρα γονάτισε και προσεύχονταν με δάκρυα μπροστά στην ιερά θαυματουργό εικόνα της Κοι­μήσεως και εκλιπαρούσε την Θεοτόκο με δυνατή φωνή να τους βοηθήση και να μεσιτεύση. Κατόπιν σηκώθηκε αποκαμωμένος.
 
Ένας νεωκόρος είχε μπη στην εκκλη­σία και στεκόταν με σεβασμό σε κάποια απόστασι.
 
«Λοιπόν, τι έγινε;» ρώτησε ο Μητρο­πολίτης με φωνή που έτρεμε.
 
«Δόξα τω Θεώ!» απάντησε ο νεωκό­ρος. «Με τις άγιες προσευχές σας σώθη­κε η Λαύρα».
 
Ο Μητροπολίτης έκανε τον σταυρό του και αναστέναξε με ανακούφισι. Έ­πειτα βγήκε έξω από την εκκλησία και πήγε να δη τον τόπο της πυρκαγιάς. Ένα μεγάλο πλήθος από αστυνομικούς, πυ­ροσβέστες, δουλοπάροικους και στρατι­ώτες των φρουρών της περιοχής συνερ­γάζονταν και η φωτιά άρχισε σιγά-σιγά να υποχωρή. Σε μερικές ώρες οι φλόγες στο τυπογραφείο και στα άλλα κτήρια έσβυσαν εντελώς.
 
Οι οικονομικές ζημιές σε κτήρια από τη φωτιά στη Λαύρα ήταν αρκετά ασή­μαντες αφού μόνο η στέγη είχε καή ενώ οι τοίχοι είχαν παραμείνει ανέπαφοι. Όταν όμως υπολογίσθηκαν οι ζημιές της τεράστιας αποθήκης των βιβλίων και των μηχανημάτων εκτυπώσεως, το χρηματικό ποσό ήταν πολύ σημαντικό, περίπου 80.000 ρούβλια (Αρχεία της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, θέ­μα Ν° 2.520).
 

Ο παράξενος συγκάτοικος
 
Μετά από αυτό το γεγονός, ο Μητρο­πολίτης τόσο συνδέθηκε πνευματικά με τον μακάριο, που, εις απόδειξιν του σεβασμού και της αγάπης του, πήρε μαζί του τον Θεόφιλο και τον ιερομόναχο Παρθένιο στα δωμάτια της Καλύβης του Γκολοσέγιεβο.
 
«Έχω μόνο εσάς τους δύο. Εσύ, ένας μεγαλόσχημος, ο Παρθένιος, ένας μεγα­λόσχημος, και εγώ, ένας μεγαλόσχημος, θα ζήσουμε στο όνομα της Αγίας Τριά­δος», είπε ο Μητροπολίτης με πατρική στοργή στον μακάριο ενώ τον εγκαθι­στούσε στην καλύβη. (Πρέπει να σημει­ώσουμε ότι δεκαεπτά χρόνια πριν την εν Κυρίω κοίμησί του, ο αρχιεπίσκοπος Φιλάρετος πήρε το μεγάλο αγγελικό σχήμα με το όνομα Θεοδόσιος και το φύλαξε μυστικό ως τις τελευταίες ημέρες της ζωής του).
 
Αλλά ο μακάριος δεν είχε καμμία διάθεσι να παρατείνη αυτή τη στενή επαφή και στην πρώτη κατάλληλη ευ­καιρία έφερε τέτοια υγρασία και λάσπη στο κελλί που κατέστρεψε την ταπετσα­ρία και το βαμμένο πάτωμα, και έμπασε ένα πλήθος από ζωύφια στο χώρο που ζούσαν. Δεν περνούσε μέρα που να μην πετάξη έξω κάποιο «πράγμα». Ακόμη, όταν επρόκειτο να καθίσουν και οι τρεις για φαγητό, ο Θεόφιλος προσπαθούσε να λερώνη όσο μπορούσε περισσότερο το τραπεζομάντηλο· γι' αυτό αναποδο­γύριζε το πιάτο του επάνω στην τράπε­ζα σαν να μην το ήθελε, και με αυτόν τον τρόπο ανάγκαζε τον Μητροπολίτη και τον πατέρα Παρθένιο να σηκώνονται γρήγορα από την τράπεζα. Αν αυτό δεν είχε αποτέλεσμα, προφασίζονταν ότι είναι άρρωστος και ότι έχει συνεχή και δυνατό λόξυγκα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να χαλάση την όρεξι του Μητροπολίτη. Ο στάρετς ενοχλούσε τον Παρθένιο με το να φοράη τις μπότες του τη νύχτα, αφήνοντας στη θέσι τους μόνο ένα ζευγάρι ραμμένα σανδάλια ή τσόχινα παπούτσια. Ύστερα εξαφανι­ζόταν μέσα στα δάση ολόκληρη την ημέρα. Ή άλλοτε, στο μέσο μιας ειρηνικής νύχτας, όταν όλοι οι ένοικοι της καλύβης κοιμούνταν βαθειά, πεταγόταν από το κρεββάτι του και έψαλλε όσο πιο δυνατά μπορούσε, «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μα­κάριος ο δούλος...».
 
Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, από την πρώτη κιόλας μέρα που έφθασε στην καλύβη, χωρίς να δώση σημασία ότι ήταν καλοκαίρι, άρχισε να ανάβη τη θερμάστρα στο κελλί του· και το έκανε πάντα ακριβώς τότε που ο Μητροπολί­της ήταν απασχολημένος με τις προ­σευχές του ή με την αλληλογραφία του. Επιπλέον η φωτιά του έβγαζε τόσο πολύ πυκνό καπνό που οι συγκάτοικοι του στο κελλί έπρεπε να ανοίξουν πόρ­τες και παράθυρα για να αερισθούν λίγο τα κελλιά. Ο Μητροπολίτης όλη αυτή την ώρα καθόταν στον κήπο περιμένοντας κουρασμένα.
 
Ο στάρετς Παρθένιος τελούσε συνή­θως την πρωινή λειτουργία στο παρεκ­κλήσι της καλύβης του Μητροπολίτη, αλλά συχνά ο Θεόφιλος εμφανιζόταν εκεί ένα τέταρτο της ώρας προτού να φθάση εκείνος και, ντυμένος με τα ιερατικά άμφιά του, άρχιζε την ακολουθία με τον νεωκόρο. Όταν έφθανε ο Παρθέ­νιος στην εκκλησία, μπορούσε μόνο να παραστή στη θεία λειτουργία, δεν μπο­ρούσε όμως να λάβη μέρος σε αυτή. Και επιπλέον ο Θεόφιλος, ο διά Χριστόν σά­λος, έκανε και πολλά άλλα, με τα οποία προσείλκυε πλήθη ανθρώπων.
 
Όταν ο Μητροπολίτης Φιλάρετος είδε ότι από τη μια μεριά συνέρρεαν σταθερά προσκυνητές κοντά στην απλωταριά της καλύβης του περιμένο­ντας ανυπόμονα να εμφανιστή ο αγαπημένος τους στάρετς Θεόφιλος, και, από την άλλη, επειδή δεν επιθυμούσε να υπομένη ο ίδιος και όσοι ήταν μαζί του τους καθημερινούς περισπασμούς εξ αιτίας των πράξεων του Θεοφίλου, δεν προσπάθησε, πλέον να κρατήση τον στά­ρετς μαζί του. Κάλεσε τελικά τον Θεόφι­λο μετά από το πρωινό τσάι και του είπε:
 
«Λοιπόν, αδελφέ Θεόφιλε, ο Θεός να σε ευλογή. Ετοιμάσου, γέρικο σπουργί­τι, για την παλιά σου φωλιά στο Κιτά­γιεφ. Θα είσαι πιο ελεύθερα εκεί».
«Κατεύθυνον τα διαβήματά μου κατά το λόγιόν σου»[2], απάντησε ο Θεόφιλος, όπως έλεγε πάντα όταν έπρεπε να μετακινηθή από ένα μέρος σε άλλο, και αφού προσευχήθηκε με ευλάβεια μπροστά στις εικόνες, ανεχώρησε στο μονοπάτι που του υπεδείχθη. 
Ο μακάριος επέστρεψε στο Κιτάγιεφ και έζησε εκεί ειρηνικά για μεγάλο χρο­νικό διάστημα. Κανένας δεν παραπονέ­θηκε ξανά για τον τρόπο της ζωής του και κανένας δεν προσπάθησε να βάλη τέλος στις σαλότητές του. Ο κρυμμένος λύχνος ξανατοποθετήθηκε «επί την λυχνίαν»[3] και άρχισε να λάμπη στον καθένα.
Υπέρτερος των υλικών
 
Λέγεται ότι η αντιπάθεια του μακαρί­ου για τα χρήματα ήταν εκπληκτική. Ο στάρετς δεν δεσμευόταν από τίποτε. Δεν πήρε ποτέ χρήματα, ή εάν τα δεχόταν μετά από ισχυρή παράκλησι των ευλα­βών, τα μοίραζε όλα στους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Μια γενναώδωρη ευγενής κυρία του πρόσφερε ένα σοβαρό χρηματικό ποσό για να το μοιράση στους φτωχούς. Mη θέλοντας να την προσβάλη με την άρνησί του, ο μακάριος δέχθηκε τη δωρεά της, αλλά μόλις αυτή έφυγε, πέταξε τα χρήματα έξω από την πόρτα του κελλιού του και έτσι έμεινε ήρεμος.
Αυτή την ενέργειά του την είδαν άπλη­στοι άνθρωποι, που επωφελήθηκαν από την απλότητα του στάρετς και πήραν τα χρήματα.
Η κόμισσα Ορλόβα-Τσεσμένσκαγια συνάντησε μια φορά τον Θεόφιλο στις πύλες της Λαύρας και τον ρώτησε:
«Πάτερ Θεόφιλε! Θα φύγω σήμερα. Πες μου, τι μπορώ να σου αγοράσω για ενθύμιο;».
Ο στάρετς την κοίταξε, χαμογέλασε και της έδωσε κάποια ακατανόητη απάντησι. Η Ορλόβα δεν κατάλαβε τα λόγια του, αλλά όταν ρώτησε άλλους για αυτά, κατενόησε ότι ο στάρετς ζήτησε να του αγοράση λίγη βότκα. Με αυτή την απάντησι της έδωσε να καταλάβη ότι όλα τα γήινα υπάρχοντα και δώρα ήταν γι' αυτόν τόσο αξιοκαταφρόνητα, όσο λίγη βότκα.

Αμετακίνητος στην ακτημοσύνη
Μια άλλη φορά, η πονόψυχη ηγουμέ­νη του μοναστηριού Φλορόφσκι του Κιέβου Αγνή άκουσε ότι ο στάρετς προ­σεύχεται συχνά όρθιος στο υγρό έδαφος των δασών και αισθάνθηκε συμπόνοια γι' αυτόν.
«Θεέ μου! Πώς μπορεί να περνά ολό­κληρες μέρες στο υγρό έδαφος, προσευχόμενος για μας τους αμαρτωλούς; Πρέ­πει να δώσουμε σ' αυτόν τον ευσεβή άν­θρωπο ένα μικρό χαλί».
Παρήγγειλε στις αδελφές της συνο­δείας της να ράψουν ένα όμορφο χαλί και, όταν το τελείωσαν, το έστειλε στον μακάριο με την αδελφή του, την δόκιμη Άννα Νοβίτσκοβα. Ο στάρετς δέχθηκε το χαλί για να μην προσβάλη την Αγνή. Αλλά την επομένη μέρα αναχώρησε για τα δάση, πήρε το μικρό χαλί μαζί του, το έστρωσε πάνω στο χορτάρι, κάθισε επά­νω για ένα-δυο λεπτά και έπειτα το πέ­ταξε παράμερα και έφυγε αφήνοντάς το πίσω του πάνω στο χορτάρι. Σίγουρα, κάποιος θα πήρε σε λίγο το εγκαταλε­λειμμένο χαλί αφού ήταν εξαιρετικής ποιότητος. Ο στάρετς, όμως, γρήγορα έπαψε ακόμα και να το σκέπτεται.

Απλότης και γεροντική σοφία
Ανάμεσα στους θαυμαστές του Θεο­φίλου ήταν δύο υψηλόβαθμοι αξιωματι­κοί, ο Μιχαήλ Ντιμίτριεβιτς Πόζντνιακ, αξιωματικός στην υπηρεσία του γενι­κού διοικητή του Κιέβου, και ένας φίλος του, επίσης λαμπρός αξιωματικός. Κάθε εβδομάδα, τις Κυριακές και τις αργίες, οι δύο τους επισκέπτονταν τον στάρετς, γευμάτιζαν στο κελλί του και περ­νούσαν ολόκληρη την ημέρα με ψυχωφελείς συζητήσεις.
Μια φορά, αυτοί οι δυο φίλοι αποφά­σισαν να κάνουν ένα αθώο αστείο στον μακάριο. Πήραν κρυφά το φθαρμένο του σχήμα και παρήγγειλαν καινούργιο στην πόλι. Ο στάρετς στενοχωρήθηκε και λυπήθηκε υπερβολικά για την απώ­λεια, και όταν οι δύο ένοχοι της κλοπής του έφεραν αυτοπροσώπως και το παλιό και το καινούργιο σχήμα, είπε με χαμό­γελο:
«Χωρατατζήδες! Γιατί το κάνατε αυτό; Δεν βλέπετε ότι σχεδόν με οδηγή­σατε στην αμαρτία: Ήθελα να προετοι­μαστώ για προσευχή στον Βασιλέα, αλλά δεν είχα το σχήμα μου. Ήθελα να τελέσω θεία Λειτουργία στην εκκλησία, αλλά δεν είχα το σχήμα μου. Δόξα τω Θεώ που επιστρέψατε τουλάχιστον το παλιό».
«Μα φόρεσε το καινούργιο! Το παλιό σου δεν είναι κατάλληλο».
«Πονηροί! Ποιος θα εμφανιζόταν για επιθεώρησι στον Τσάρο χωρίς να φορά τα παράσημά του και όλα τα εμβλήματά του; Τι βραβεία κέρδισα εγώ σε αυτό το καινούργιο σχήμα, ενώ στο παλιό τόσα πράγματα ξεχωρίζουν σε ομορφιά;».
Χωρίς να φορέση το νέο σχήμα ούτε μια φορά, το έστειλε στο ιματιοφυλάκιο των μακρινών σπηλαίων.

Η μυστική ελεημοσύνη του μακαρίου
Ιδού και ενα παράδειγμα της μυστι­κής ελεημοσύνης του μακαρίου.
Ζούσε στη Λαύρα ένας δόκιμος που είχε το διακόνημά του στον κήπο Νοβοπασέτσνυ. Όταν ενηλικιώθηκε, τον κά­λεσαν στον στρατό ως κληρωτό. Κρίθη­κε κατάλληλος για υπηρεσία και στρατολογήθηκε. Ο νεαρός ασκητής της ευσεβείας κυριεύθηκε από θλίψι στον επικεί­μενο χωρισμό του από το μοναστήρι. Δεν μπορούσε να εξαγοράση την θητεία του, διότι δεν είχε καθόλου χρήματα. (Εκείνη την εποχή, ένας κληρωτός μπο­ρούσε να εξαγοράση την υποχρέωσι της θητείας του αντί να υπηρετήση ο ίδιος. Αυτό κόστιζε 1.000 ρούβλια).
Αμέσως ύστερα από αυτό συνέβηκε να συναντήση τον στάρετς Θεόφιλο. Ο μακάριος τον κοίταξε με επιμονή και του είπε:
«Γιατί λυπάσαι, στρατιώτη; Επειδή δεν θέλεις να υπηρετήσης τον επίγειο βασιλιά; Θέλεις να μπης στην υπηρεσία του ουρανίου Βασιλέως;».
«Δεν αξίζω αυτό το έλεος από τον Θεό. Δεν υπάρχει μέρος για μένα τον αμαρτωλό σε αυτή την ιερά Μονή της Λαύρας», είπε ο δόκιμος και τα δάκρυα ξεχύνονταν βροχή από τα μάτια του.
«Έλα, έλα, μην κλαις, μη στενοχωριέ­σαι, αδελφέ μου. Θα συνέχισης να ζης στη Λαύρα», είπε ο μακάριος και συνέ­χισε τον δρόμο του.
Τρεις μέρες αργότερα, η κόμισσα Ορλόβα-Τσεσμένσκαγια ήρθε στο Κίε­βο για προσκύνημα, και αφού τελείωσε τα σχετικά καθήκοντα, πήγε να δη τον στάρετς Θεόφιλο για να εξομολογηθή.
Δεν τον βρήκε στο κελλί του αλλά βλέ­ποντας τον Θεόφιλο στην αυλή, προχώ­ρησε προς το μέρος του. Έχοντας κατα­λάβει την πρόθεσι της Ορλόβα, ο μακά­ριος αποφάσισε να δοκιμάση την ταπείνωσί της και σαν να μην την είχε προσέ­ξει, έφυγε γρήγορα για το δάσος. Η Ορλόβα δεν ήθελε να χάση τον στάρετς γιατί δεν ήταν πάντοτε εύκολο να τον βρη κανείς, έτσι άρχισε να τον ακο­λουθή. Ο στάρετς τάχυνε το βήμα του. Το ίδιο έκανε και η Ορλόβα. Κάνοντας απότομες στροφές και λοξοδρομήσεις που η Ορλόβα τον έχανε από τα μάτια της, ο Θεόφιλος εμφανιζόνταν ξανά σε απόστασι. Ο μακάριος κατευθυνόταν προς τον κήπο Νοβοπασέτσνυ και, αφού μπήκε στο παραπόρτι της πύλης, εξαφα­νίστηκε γρήγορα από τα μάτια της.
Η ανήσυχη κόμισσα, χάνοντας τα ί­χνη του Θεοφίλου, σταμάτησε σαστισμέ­νη. Ευτυχώς γι' αυτήν, ο ίδιος δόκιμος-νεοσύλλεκτος κάθονταν κοντά στην πύ­λη· βάδισε προς το μέρος του και τον ρώ­τησε:
«Πες μου, σε παρακαλώ. Πέρασε μέσα εδώ ο πάτερ Θεόφιλος;».
-Μόλις μπήκε στον κήπο», απάντησε ο δόκιμος κάνοντας μια υπόκλισι σεβα­σμού και άνοιξε την πύλη μπροστά από την κόμισσα.
«Επιτρέψτε μου...».
Γεμάτη χαρά η Ορλόβα άρπαξε μια χούφτα χρυσά νομίσματα από το πορτο­φόλι της και τα έδωσε στον δόκιμο σε ένδειξι ευγνωμοσύνης.
Τα χρήματα ήταν αρκετά όχι μόνο για να εξαγοράση την στρατιωτική του θητεία, αλλά περίσσευαν μερικά και για τις άλλες ανάγκες του.

Σύμβουλος σε θέματα γάμου
Ο στάρετς Θεόφιλος ήταν τόσο γνω­στός στην περιφέρεια του Κιέβου που κανένας απλοϊκός, ευσεβής και θεοφο­βούμενος άνθρωπος στην περιοχή δεν ξεκινούσε τις υποθέσεις του χωρίς προ­ηγουμένως να ζητήση την συμβουλή και την υπόδειξι του στάρετς. Σπάνια θα άρ­χιζε γάμος χωρίς την ευχή του. Καθένας αποδεχόταν, χωρίς συζήτησι, τον λόγο του στάρετς, ακόμα και αν ήταν αυστη­ρός ή δυσάρεστος, και εκτελούσε την συμβουλή του με ακρίβεια, σαν προφη­τική φωνή από τον ουρανό.
Στο Κίεβο ζούσε ένας μεσίτης, ο Ιβάν Ν. Στα νειάτα του, όταν εργαζόταν ως πωλητής σε κάποιο κατάστημα, αποφά­σισε να παντρευτή. Για πολύ καιρό έψα­ξε την κοπέλλα των ονείρων του, και κά­ποτε, σε μια συγκέντρωσι εμπόρων, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Λιουμπότσκα Ζ. Η μοίρα του μεσίτη είχε αποφασισθή. Θα έκανε πρότασι γάμου στην Λιουμπότσκα. Ντύθηκε με τα πιο καλά ρούχα του, πήγε στο σπίτι των γονέων της και φανέρωσε τις προθέσεις του. Από τη μητέρα της κοπέλλας πήρε την εξής απάντησι:
«Η Λιουμπότσκα μας είναι ήδη αρραβωνιασμένη. Ο μνηστήρας της είναι ο νεαρός Χέντρικ Μ. Αν και είναι Λουθηρανός στο θρήσκευμα, δεν μπο­ρούμε να πάρουμε πίσω τον λόγο μας».
«Θεέ μου! Μα αγαπώ πολύ την κόρη σας!».
«Λοιπόν, τι μπορεί να γίνη; Κρίμα που δεν μας μίλησες γι' αυτό νωρίτερα».
Ο μεσίτης ήταν πολύ έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος, ενώ ο Γερμανός ήταν επιπόλαιος αλλά πλούσιος. Οι γο­νείς της Λιουμπότσκα, ακούγοντας την πρότασι γάμου του εμπόρου συγκέντρω­σαν τους συγγενείς τους στο σπίτι τους και έκαναν σύσκεψι, αλλά οι περισσότε­ροι από αυτούς μίλησαν ευνοϊκά για τον Γερμανό. Προτού όμως να συμφωνήσουν τον γάμο, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον στάρετς Θεόφιλο. Πήραν μερικές δί­πλες, ψωμί, θυμίαμα και κεριά και ανεχώρησαν για το κελλί του μακαρίου. Ό­ταν έφθασαν, ο στάρετς τους άνοιξε την πόρτα και τους καλοσώρισε έναν-έναν, αλλά, χωρίς να αφήση τους επισκέπτες να βγάλουν λέξι, είπε:
«Ιβάν. Ιβάν. Μην τολμήσετε να την δώσετε στον χοντροκέφαλο Χέντρικ!».
Οι γονείς το έλαβαν σοβαρά υπόψιν τους, η Λιουμπότσκα παντρεύτηκε τον μεσίτη και ήταν ευτυχισμένη όλη της τη ζωή.
Υπήρξε και άλλη μια περίπτωσι. Η χήρα μεγαλοκτηματίας Θέκλα Ταράσοβα είχε μια ωραία κόρη, την Άννα. Δύο μνηστήρες την ζήτησαν σε γάμο. Ο ένας ήταν όμορφος, ευγενής, καλωσυνάτος, και επιρρεπής στο πιοτό και στο γλέντι. Ο άλλος είχε ένα μικρό βλογιοκομμένο πρόσωπο και ύφος σκυθρωπό, αλλά ήταν ευγενικού και θετικού χαρακτήρα. Ο πρώτος ζούσε στην Ντίμιεφκα, ένα προάστιο του Κιέβου, ο δεύτερος στη μι­κρή πόλι Μυσελόφκα. Η Άννα ήταν πολύ ερωτευμένη με τον όμορφο, ενώ αδιαφορούσε παντελώς για τον δεύτερο και αρνιόταν κατηγορηματικά να τον παντρευτή. Η μητέρα της, από την άλλη πλευρά, επέμενε να παντρευτή αυτόν από τη Μυσελόφκα.
Ανεχώρησαν για το Κιτάγιεφ για να συμβουλευθούν τον στάρετς. Ο μακά­ριος, χωρίς να πη λέξι, έδωσε στην Άννα ένα ζυγό με κάδους και της ζήτησε να φέρη λίγο νερό από την Ντίμιεφκα. Η κοπέλλα εκτέλεσε την παραγγελία. Ο μακάριος έχυσε το νερό μέσα σε ένα βα­ρέλι που βρισκόταν κάτω από την υδρορροή και ξαναέδωσε στην Άννα τους κάδους με την παραγγελία να πάη για νερό αυτή τη φορά στη Μυσελόφκα. Η Άννα έφερε το νερό σε μισή ώρα.
«Από που ήταν δυσκολώτερο να το φέρης;» ρώτησε ο στάρετς το κορίτσι.
«Από την Ντίμιεφκα», απάντησε η Άννα. «Είναι μακρυά από εδώ, ενώ η Μυσελόφκα είναι πιο κοντά».
«Καλά, να θυμάσαι τότε. Οι κάδοι πάνω στον ώμο σου παριστάνουν τη ζωή σου. Αν ακούσης τη μητέρα σου και παντρευτής αυτόν από τη Μυσελόφκα, τό­τε η ζωή σου θα είναι ανάλαφρη. Αν όμως παντρευτής αυτόν από την Ντί­μιεφκα, θα αναθεματίζης όλη σου την ζωή από βάσανα και ανάγκες».
Πεπεισμένη από αυτά τα λόγια, η Άννα άκουσε τη συμβουλή της μητέρας της και, παίρνοντας τον άντρα από την Μυσελόφκα δεν το μετανοούσε σε όλη της τη ζωή.
Αλλά μια φορά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο στάρετς συμβούλεψε ενα νέο να παντρευτή κάποια συγκεκριμένη νέα χήρα, αλλά ο νέος παντρεύτηκε μια κοπέλλα που είχε διαλέξει ο ίδιος.
«Γιατί στενοχωριέμαι και ακούω έναν τέτοιο γέρο;», είπε στους συντρό­φους του. «Ο γέρο-μοναχός σε καμμιά περίπτωσι δεν θα πάρη είδησι».
Όταν μετά από μια εβδομάδα το νέο ζευγάρι ήρθε στο Κιτάγιεφ, πήγαν να δουν τον στάρετς για να τους ευχηθή. Ο Θεόφιλος τους συνάντησε στο κατώφλι της πόρτας του κελλιού του και αντί για τις ευχές του οι νεόνυμφοι δέχθηκαν ένα παλιό χαλασμένο καλάθι, που στον πυθμένα του υπήρχε ένας σωρός από σκουπίδια και στην κορυφή τοποθετη­μένα δύο μήλα.
Χωρίς να είναι σε θέσι να το καταλά­βουν, οι νέοι πήγαν σε έναν πνευματικό πατέρα στο Κιτάγιεφ για να τους το εξη­γήση. Ο πνευματικός τους άκουσε και είπε:
«Τα δυο φρέσκα μήλα είστε εσείς. Ο σωρός των σκουπιδιών κάτω από αυτά είναι η δυστυχισμένη ζωή που σας περι­μένει».
Και, πράγματι, δεν πέρασε ένας χρό­νος προτού να αρχίση το νέο ζευγάρι να μαλώνη και τελικά χώρισε.


[1]  Ψαλμ. ργ’ 24
[2] Ψαλμ. ριη’, 133
[3] Ματθ. ε’, 15
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 18

Στάρετς Θεόφιλος ο διά Χριστόν σαλός: Εδώ σ’ αυτόν τον τόπο που πατάμε, θα λάμψη η δόξα του Θεού


Αργότερα, καθώς τριγυρνούσαν στο αγρόκτημα μέ τόν Ντικόφσκυ, σταμάτησε κάτω από μια μεγάλη βαλανιδιά. Ό Στάρετς σήκωσε τά μάτια του καί είπε:

Προσευχήσου Ιωσήφ, δούλε τού Θεού. Ό τόπος πάνω στον όποιο στεκόμαστε, είναι ιερός». «Πώς μπορεί νάναι ιερός;». Ρώτησε ό Ντισκόφσκυ.
«Στις διακοπές οι νέοι της πόλης έρχονται έδώ καί ασχημονούν καί έσύ τόν λές ιερό!».
«Όχι, όχι», απάντησε ό προορατικός Στάρετς μέ πεποίθηση. «Αληθινά σου λέω, ότι έδώ σ’ αυτόν τόν τόπο πού πατάμε, θα λάμψη ή δόξα του Θεού. Θα χτίστη μια εκκλησία έδώ. 'Η βαλανιδιά θα κοπή κι έδώ ακριβώς θα χτιστή ή 'Άγια Τράπεζα. Τό τεράστιο περιβόλι σου θα γίνει Γυναικείο Μοναστήρι από μια πριγκίπισσα ή οποία θα είναι κτιτόρισσα καί προεστώσα συγχρόνως σ’ αυτό».

'Η προφητεία του Στάρετς εκπληρώθηκε τό 1888. 'Η Μεγάλη Δούκισσα Αλεξάνδρα Πέτροβνα, σύζυγος του Μεγάλου Δούκα Νικολάϊ Νικολάϊεβιτς, ζούσε στο Λΐπσκυ, ένα προάστιο του Κιέβου. Εκεί κοντά είχε χτίσει ένα μικρό Μοναστηράκι. Τώρα άρχισε να ψάχνη την γύρω περιοχή του Κιέβου γιά έναν κατάλληλο τόπο γιά να κτίσει ένα μεγάλο Κοινόβιο.

'Η Θεοδοσία Απονάρκωνα, μια από τις θυγατέρες του Νιέφσκι, άκουσε γιά τό τί σκόπευε να κάνη ή Δούκισσα καί της συνέστησε γι’ αυτόν τόν σκοπό της, τό κομμάτι της Γής του Ιωσήφ πού πλέον κατείχε εκείνη. Ή πριγκίπισσα έστειλε την σύζυγο του Διακόνου της του Ντικόφσκυ, παραγγέλοντας να έξετάση προσεκτικά τόν χώρο καί να φέρει πίσω ένα σχέδιο. Έτσι τό περιβόλι του Ιωσήφ αγοράστηκε καί σύντομα
μέ τόν ζήλο καί τά μέσα της Μεγάλης Δούκισσας, χτίστηκε τό γυναικείο Μοναστήρι Ποκρόβσκυ.

"Οταν ή Υψηλή Μοναχή, πληροφορήθηκε , για την πρόρρηση του Στάρετς Θεόφιλου έμεινε έκθαμβη.
«Θεέ μου! είναι αλήθεια; Γιατί δεν μου τό είπατε νωρίτερα;».
«Μου διέφυγε ολότελα Δέσποινα», απάντησε ή Πονίρκινα. Ή πριγκίπισσα έστειλε αμέσως μια μοναχή στο ερημητήριο Κιτάγιεφ μέ την εντολή να ψάλει ένα μεγαλόπρεπο μνημόσυνο στον τάφο του Στάρετς Θεόφιλου. Από τότε τιμούσε μέ μεγάλη ευλάβεια καί αφοσίωση την μνήμη του καί παράγγειλε να φτιάξουν τό πορτραίτο του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. " Ο ΤΑΥΡΟΣ "




Ή απόσταση από την Λαύρα στήν πόλη ήταν άρκετά μεγάλη κι έτσι ό Στάρετς δεν είχε την δυνατότητα να πάη ως εκεί. Αποτέλεσμα αυτής τής δυσκολίας ήταν ν’ άποκτήση ό μακάριος έναν νεαρό ταύρο μέ τόν όποιο πήγαινε στην Λαύρα καί στό Μοναστήρι Μπράτσκυ. Πώς απέκτησε τόν μικρό ταύρο, είναι κάτι πού αξίζει να τό διηγηθούμε:
Ό Ιβάν Κάτκωφ (ό κρεοπώλης από τό Ποντόλ, πού είχε φέρει τό άλογο στον Θεόφιλο, στο Μοναστήρι Μπράτσκυ), ήρθε στον Στάρετς να έξομολογηθή καί καθώς τού μιλούσε γιά τίς προσωπικές του ύποθέσεις, άνέφερε ότι είχε έναν ταύρο πού ήταν ιδιαίτερα ατίθασος.
«Αγόρασα έναν ταύρο, Μπάτουσκα. Σχεδίαζα να τόν κρατήσω γιά τόν εαυτό μου, αλλά τώρα δεν ξέρω τι να τόν κάνω. Έχει γίνει ηλίθιος καί χτυπάει όποιον βρή μέ τά κέρατά του. Μάλλον θα πρέπει να τόν σφάξω καί λυπάμαι γι’ αύτό».
«Αφού είναι έτσι, δώστον σ’ εμένα», είπε ό Στάρετς.
«Σ’ έσένα; Κύριε έλέησον! Είναι άδύνατον καί να τόν πλησιάση κανείς. Πολλοί έχουν τραυματισθή από τά χτυπήματά του».
«Μή σέ νοιάζει. Θα τού διδάξουμε την ταπείνωση».
«Μά, πώς μπορώ εγώ...».
«Πολύ απλό. Θα πάς καί θα τού πής: γιά κοίτα εδώ μικρέ ταύρε! Άπ’ αύτή την στιγμή δεν άνήκεις πλέον σ’ έμένα άλλά στον π. Θεόφιλο. Ετοιμάσου να τόν έπισκεφθής».
Ό κρεοπώλης έκανε ακριβώς όπως τού είπε. Μόλις γύρισε στο σπίτι του, πήγε κατευθείαν στον ταύρο καί έπανέλαβε τά λόγια τού Στάρετς καί ό ταύρος πού ρουθούνιζε καί ξεφυσούσε αγριεμένος καί κλωτσούσε τό χώμα με τά πόδια του, έγινε ήμερος σάν άρνάκι.
Αρχισε να μυρίζει καί να γλύφει τά χέρια τού άντρα. Μετά, ένας εργάτης τού πέρασε ένα σκοινί στά κέρατα καί τό σούρουπο τής ίδιας ημέρας είχε όδηγηθή ό νεαρός ταύρος στον πατέρα Θεόφιλο, στο ερημητήριο Κιταγιέφσκαγια.
Τώρα πού είχε τόν μικρό ταύρο ό μακάριος, έφτιαξε κι ένα μικρό κάρο, σκεπάζοντας τό πίσω μέρος μ’ ένα καραβόπανο στερεωμένο σέ πασσάλους.
Κι έτσι ταξίδευε μ’ αυτό στήν πόλη.
Ποτέ δεν καθόταν στο μπροστινό μέρος τού κάρου, αλλά πάντοτε πίσω, μέ την πλάτη γυρισμένη στον ταύρο. Είχε βάλει κι ένα μικρό αναλόγιο κάτω από την τέντα καί μπορούσε να γονατίζει εκεί καί να διαβάζει τό αγαπημένο του ψαλτήρι καθώς ταξίδευε. Αλλά εδώ είναι τό πιο θαυμαστό: Ό ταύρος, πού δεν είχε ούτε λουριά, ούτε χαλινάρια, μόνον έναν ζυγό, πήγαινε ακριβώς εκεί πού ήθελε τό άφεντικό του να πάει, χωρίς καμιά διαταγή ή κατεύθυνση ή στοιχειώδη οδήγηση είτε επρόκειτο να πάει στο Ποντόλ, στήν Λαύρα ή στο Μοναστήρι Μπράτσκυ.
Αξίζει να σημειωθή ότι, ό νεαρός ταύρος, άπέφευγε στον δρόμο πέτρες, λακκούβες καί έμπόδια, προκειμένου να μήν ένοχλήση τόν μακάριο στήν μελέτη του.
 Άλλα δεν είναι άξιο απορίας τό γεγονός ότι, αυτό τό άλογο ζώο υπάκουε στον μακαριό έτσι χωρίς κάν ένα μαστίγιο- κι ένώ αρχικά ήταν τόσο άγριο, έφτασε να γίνει ήμερο καί ήσυχο σάν αρνί. Γιατί τά ζώα έγιναν άγρια έξ όπια της ανθρώπινης σκληρότητας.
Άς θυμηθούμε την κατάσταση τών πρωτοπλαστών στον Παράδεισο. Τότε όλα τά δημιουργήματα αναγνώριζαν τό φώς της εικόνας του Θεού στά πρόσωπα τών πρωτοπλάστων. Ακόμα καί τά πιο άγρια ζώα, οσμίζονταν την θαυματουργή ευωδία αυτής της εικόνας καί έσκυβαν ειρηνικά τόν αυχένα μπροστά στον Αδάμ. Όταν όμως άνθρωπος παρέβηκε την εντολή του Θεού, τότε αμαυρώθηκε σ’ αυτόν ή Θεία εικόνα. Τά άλογα δημιουργήματα έπαψαν ν’ αναγνωρίζουν τόν άνθρωπο καί να τόν ύπακούουν. Ή ευωδία ιη Θεϊκής εικόνας άντικαταστάθηκε από την δυοσμία τών παθών καί ό άνθρωπος, μόνος του ομοιωμοιώθηκε μέ τ’ άλογα κτήνη. 'Η ανυπακοή του ανθρώπου στον Θεό, τιμωρήθηκε μέ την άνυπακοή όλων τών γήινων δημιουργημάτων σ’ αυτόν  καί τώρα ό άνθρωπος φοβάται τά θηρία πού πριν τού ήταν ύποταγμένα.
Αλλά οί άγιοι τού Θεού, μέ την υπακοή τους στις εντολές Του, ανακαίνισαν την φθαρμένη εικόνα τού Θεού στούς εαυτούς τους  παίρνοντας μέσα τους τίς μυστικές δωρεές της Χάριτος, έλαμψαν πάλι μέ την αρχική καθαρότητα καί λαμπρότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.