Η παραπεμπτικότητα του κτιστού και του ακτίστου
του Κωνσταντίνου Λιθηρόπουλου, Μεταπτυχιακού Φοιτητή, εισήγηση στο Διεπιστημονικό Συνεδριο «Επιστήμη και Θρησκεία μεταξύ διαλόγου και πολεμικής»
2 Ιουνίου 2012, 19:34
1411 αναγνώσεις
Βρισκόμενος στην ευχάριστη θέση να λαμβάνω μέρος στο πρόγραμμα των μεταπτυχιακών σπουδών του Θεολογικού Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ και ειδικότερα στον τομέα της Χριστιανικής Γραμματείας, έλαβα την τιμητική πρόσκληση να εκπονήσω μια εισήγηση που να παρουσιάζει όσο το δυνατόν πιο σύντομα γίνεται, τη θέση των Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στο επιστημονικό κοσμοείδωλο. Πρόκειται για μια αρνητική στάση απέναντι στη γνώση; Λαμβάνουν τυχόν αποστάσεις ως προς την επιστημονική αλήθεια, που εκφράζεται την εποχή εκείνη; Τελικά επιστήμη και θρησκεία συγκρούονται; Θα πρέπει να φοβόμαστε και να ανησυχούμε, μήπως μια καλή πρωία, και ενώ είμαστε ανυποψίαστοι, θα ξυπνήσουμε και θα αντιληφθούμε πως η επιστήμη κατάφερε να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός; Ή μήπως θα πρέπει να εφησυχάζουμε στην τυχόν επιστημονική μας κατάρτιση, θεωρώντας ότι η θρησκεία και η πίστη στο Θεό είναι κάτι ξεπερασμένο, οπισθοδρομικό, και δεν συμβαδίζει με την μεταμοντέρνα αντίληψη, που πιθανότητα έχει καταντήσει να εκφράζεται, ως μια επικίνδυνη ιδεοληψία και εμμονή;
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα θα απαντηθούν, και οι λύσεις θα δοθούν, όχι από εμάς, αλλά από Εκείνους, οι οποίοι βίωναν κάθε στιγμή την ύπαρξη της Θείας Χάρητος. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Άραγε αυτοί οι Άγιοι, που αποτέλεσαν τους στύλους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Διδασκαλίας, τί σχέση θα μπορούσαν να είχαν με τα επιστημονικά δρώμενα της εποχής στην οποία έζησαν;
Βιογραφικά
Πριν αρχίσουμε λοιπόν, να μιλάμε για τη διδασκαλία τους, περί της επιστημονικής γνώσης, σε συνάρτηση με το διαρκές βίωμα των χαρισμάτων του Αγ. Πνεύματος, καλό θα ήταν να γνωρίσουμε πρώτα το μορφωτικό επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν και να τους τοποθετήσουμε ιστορικά, γνωρίζοντας έτσι, σε ποιό επίπεδο είχαν αναπτυχθεί οι επιστήμες. Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 και εκοιμήθη το 378. Μετέβηκε το 345 στην Καισάρεια για χάρη των σπουδών. Έπειτα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον μεγάλο δάσκαλο Λιβάνιο. Το 352 καταφθάνει στην Αθήνα, και γράφεται στη σχολή του διαπρεπούς χριστιανού καθηγητού Προαιρεσίου. Ο κύκλος των επιστημονικών σπουδών του περιλάμβανε ένα ευρύ πρόγραμμα μαθημάτων. Μερικά από αυτά ήσαν, η ρητορική, η κορωνίδα των επιστημών τότε, η φιλολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία, τα μαθηματικά, και η ιατρική. Με άλλα λόγια πρόκειται, χρησιμοποιώντας τον όρο του Διαφωτισμού, για τον Homo Universalis, τον λεγόμενο δηλαδή "καθολικό άνθρωπο" που κατέχει όλη την επιστημονική γνώση της εκάστοτε εποχής.(1)
Παρατηρώντας την κατάρτιση των Πατέρων διαχρονικά και μεταβαίνοντας στον Αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, ο οποίος γεννήθηκε το 680 και πέθανε το 790, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: ακολούθησε το πρόγραμμα της εγκύκλιου παιδείας της εποχής κοντά στον δάσκαλο και μοναχό Κοσμά. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα περιελάμβανε τα εξής μαθήματα: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, ρητορική, διαλεκτική και ηθική κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη και μετά θεολογία.(2)
Τέλος όσων αφορά έναν πιο πρόσφατο Πατέρα της Εκκλησίας μας, τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος γεννήθηκε το 1749 και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο το 1809 γνωρίζουμε ότι, έμαθε τα πρώτα του γράμματα κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Μετέπειτα όχι μόνο το οικογενειακό του περιβάλλον τον παρακινεί, αλλά και ο ίδιος δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με την αμέριστη συμπαράσταση του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο πολύ ξακουστός την εποχή εκείνη Ιερόθεος Βουλισμάς. Σ’ αυτή την περίοδο των σπουδών του είχε συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο τον Ζ΄ και Γρηγόριο τον Ε΄. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι και οι τρεις αυτοί Πατέρες στους οποίους και θα αναφερθούμε εκτενέστερα, διατέλεσαν διαπρεπέστατοι επιστήμονες και μαθητές πολύ σπουδαίων δασκάλων της εποχής τους. Η επιλογή των τριών αυτών γίνεται, διότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε πιο διαχρονικά και πιο σφαιρικά την πατερική σκέψη.
Διάκριση κτιστού και ακτίστου
Με αφορμή τον τίτλο της παρούσας εισήγησης καλό θα ήταν να κάνουμε μια σαφή διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Στήριγμα μας και αφετηρία μας θα αποτελέσει πρωτίστως η Αγία Γραφή και η Πατερική Σκέψη, η οποία φυσικά και στηρίζεται στην πρώτη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο λοιπόν, δύο πράγματα υπάρχουν: η θεότητα και η κτίση. Τόσο στην Καινή, όσο και στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε ένα Θεό δημιουργό ο οποίος είναι ο χορηγός του είναι, της κίνησης της ζωής και κάθε προαγωγής των κτισμάτων. Πουθενά δεν υπάρχει η υπόνοια, ότι ο Θεός μπορεί να δαπανηθεί, ενώ από την άλλη πλευρά η δημιουργία διαρκώς εξαντλείται και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται πλήρωση, στηριγμό και χορηγία ενέργειας (3). Αυτός είναι ο βιβλικός κόσμος: Θεός και δημιουργία. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στη δούλη πραγματικότητα και στον κυρίαρχο και ζωοδότη Θεό.
Η άποψη αυτή είναι όμως άγνωστη στους μονιστές και διαρχικούς του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πλάτωνας ως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της διαρχικής φιλοσοφίας εισάγει όχι μόνο δύο αυτόνομους κόσμους, τον αισθητό και τον νοητό, αλλά επιπροσθέτως κάνει λόγο συνεχώς για ύλη και πνεύμα, σώμα και ψυχή (4). Η διάκριση αυτή του Έλληνα φιλοσόφου στηρίζεται στην αρχή της αυθυπαρξίας των δύο κόσμων: του αισθητού και του νοητού. Ο πρώτος είναι, ένα ρέον γίγνεσθαι, δίχως όμως να ισχύει η ταυτότητα Α=Α. Ο δεύτερος είναι, από την άλλη πλευρά ανώλεθρος, άφθαρτος και αθάνατος. Στη διαρχική φιλοσοφία δεν υπάρχει η δημιουργίας εκ του μη όντος. Ο Πλάτωνας αποκαλεί στον Τίμαιο το θεό ποιητή, δημιουργό και πατέρα, όμως η αντίληψη που κυριαρχούσε στη σκέψη του ήταν, ότι καμιά άλλη δημιουργία δεν υφίσταται εκτός από αυτή που πραγματώνει ο άνθρωπος.
Επομένως η διάκριση κτιστού και ακτίστου επιφέρει αλλαγές σε σχέση με τα όσα πίστευαν μέχρι τότε οι φιλόσοφοι. Το αυθύπαρκτο ζευγάρι γεννητό και αγέννητο που είναι το σημείο κλειδί της διαρχικής φιλοσοφίας, αντικαθίσταται από τη θεολογική σκέψη από το ζευγάρι κτιστό-άκτιστο. Στο πρώτο ζευγάρι το γεννητό δεν είναι μόνο αυθύπαρκτο, αλλά και ριζικά αντίθετο προς το νοητό κόσμο, δηλαδή προς το αγέννητο. Στο δεύτερο το κτιστό δεν είναι αυθύπαρκτο σε καμιά περίπτωση, διότι περιέχει όλα τα αισθητά και τα νοητά κτίσματα. Είναι στην ουσία του ριζικά διαφορετικό από το άκτιστο. Από το οποίο εξαρτάται μέσω της ενεργειακής σχέσης Θεού και κτισμάτων.
Όλη η δημιουργία, από τους ανθρώπους μέχρι τους αγγέλους ακόμα και όλα τα άψυχα που μας περικλύζουν υπόκεινται στο νόμο της κτιστότητας. Η κτιστότητα αυτή σημαίνει ότι τα πάντα, αισθητά και νοητά, μπορούν να αλλοιωθούν γιατί τα πάντα εξελίσσονται. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως υπάρχουν δύο μορφές αλλοιώσεων: πρόκειται για την καλή αλλοίωση, δηλαδή την προαγωγή και την πρόοδο και την κακή αλλοίωση, που τείνει να οδηγεί τα πάντα ως τον εκμηδενισμό(5). Κτιστότητα επομένως σημαίνει, αλλοίωση και εξέλιξη του νοητού κόσμου.
Ο νόμος της σχετικότητας επιβάλλεται από την κτιστότητα. Τα πάντα είναι σχετικά. Μόνο ο άκτιστος Θεός είναι απόλυτος. Όλα τα όντα υπόκεινται στο νόμο της αλλοίωσης, όμως υπάρχει ποικιλία όσων αφορά τη δεκτικότητα ως προς τα χαρίσματα που μας προσφέρει απλόχερα ο ζωοδότης Θεός. Οι ψυχές και οι άγγελοι είναι άυλα και ασώματα όντα σε σχέση με τα υλικά και τα σωματικά. Σε σχέση με το Θεό είναι και αυτά υλικά και σωματικά. Μόνον ο Θεός είναι ασώματος και άυλος.
Προέκταση αυτής της διάκρισης κτιστού και ακτίστου αποτελεί και η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας. Η άκτιστη θεότητα δεν παραμένει ακίνητη και αφηρημένη σε μια νοητή και ιδεατή πραγματικότητα, αλλά κάνει φανερή την παρουσία της στον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών της. Το κτιστό δεν μπορεί να μετέχει της ουσίας του Θεού, ούτε καν να την γνωρίζει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι πατέρες της Εκκλησίας, δεν μπορούμε να κοιτάξουμε με τα μάτια μας τον ήλιο, γιατί θα τυφλωθούμε εξ’ αιτίας της λάμψης του. Αντιλαμβανόμαστε όμως την παρουσία του διαμέσου των ενεργειών του δηλαδή, το φως, τη θερμότητα, τη λάμψη κ.τ.λ. Το ίδιο ισχύει και ως προς τη σχέση ουσίας και ενέργειας. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την ουσία του Θεού, τον αντιλαμβανόμαστε όμως ανά πάσα στιγμή διαμέσου των ενεργειών του.
Ομιλία του Μ. Βασιλείου, "εις την Εξαήμερο"
Την ομιλία αυτή εκφώνησε ο Μέγας Βασίλειος, σε άγνωστο για εμάς έτος. Πιθανότητα να εκφωνήθηκε το 370. Πληροφορούμαστε όμως, πως ο λόγος εις την Εξαήμερο, αναγνώσθηκε από άμβωνος εντός πέντε ημερών και σε περίοδο νηστείας. Απευθυνόταν σε χειρώνακτες, που άκουγαν τον άγιο να ομιλεί το πρωί, πριν πάνε στις εργασίες τους, και τον βράδυ μετά την εργασία τους,
Το κύριο θέμα που καταπιάνεται ο μεγάλος αυτός το Πατέρας της Εκκλησίας μας είναι η δημιουργία του κόσμου. Στο έργο αυτό παρατηρούμε το αρμονικό δέσιμο και τη λειτουργική ενότητα επιστημονικών, φιλοσοφικών και θεολογικών στοιχείων. Είναι λάθος να στηριζόμαστε σε μια κοντόφθαλμη εντύπωση σύμφωνα με την οποία έργα όπως η Εξαήμερος απευθύνονται, σε μια άλλη εποχή. Η χρήση των επιστημονικών και φιλοσοφικών γνώσεων, δεν γίνεται σε αυτό το σημείο από τον Μ. Βασίλειο με σκοπό να επαληθευτούν τα βιβλικά κείμενα, αλλά μονάχα να διαφωτιστούν καλύτερα και να συμπληρωθούν σε ορισμένα σημεία. Δεν μένει μόνο στην απλή επανάληψη των βιβλικών χωρίων, αλλά τα προεκτείνει και τα συμπληρώνει, με ένα είδος ευπροσάρμοστης γλώσσας, μέσα στα πλαίσια της μέχρι τότε περιρρέουσας επιστημονικής και φιλοσοφικής ατμόσφαιρας.
Τα βιβλικά κείμενα κατά την πατερική θεολογία αποτελούν υπομνήματα μιας ιστορίας που συνεχίζεται ως την τελείωση της κτίσης. Κτίση και ιστορική πραγματικότητα συμβαδίζουν σε μια ενιαία ενότητα. Η πατερική θεολογία δίνει προτεραιότητα όχι στα κείμενα, αλλά στην ιστορική συνέχεια των πραγμάτων. Το κτιστό δεν είναι αυτό που μεταβάλλεται, δίχως να έχει ταυτότητα, δεν είναι αποκύημα μιας νοσηρής ίσως φαντασίας ή κάποιου από τα πολλά φιλοσοφικά συστήματα, αλλά είναι αυτό που προέρχεται από το μη ον μέσω της θείας βούλησης.
Ο λόγος των όντων λοιπόν στην πατερική θεολογία, ως θελήματα της θείας βούλησης, αποτυπώνονται σ’ όλη την κτίση και η εξάρτηση των κτιστών όντων καθορίζεται από τη δυναμική πορεία του κτιστού προς το άκτιστο, κατά τα στάδια της τελείωσης και όχι σε κλειστά αρχέτυπα ή κλειστούς τύπους.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι όλη η δημιουργία εξελίσσεται δυναμικά κατά την τελείωσή της προς το Θεό. Ο σημερινός αναγνώστης που, τυγχάνει να διαβάζει την Εξαήμερο αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος της δημιουργίας είναι αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας. Από την Αγία Γραφή πληροφορούμαστε, για το ποιος δημιούργησε τον κόσμο. Ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως σύμπαν και ζωή εξελίχθηκαν κατά τις επιμέρους εκφάνσεις από τις πρώτες αιτίες, δυνάμεις και αφορμές που κατέβαλε ο Θεός «εν ακάρει» κατά την έναρξη της δημιουργίας. Αυτό μας θυμίζει έντονα τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης (Big Bang).
Στο παρόν έργο λοιπόν υπομνηματίζει και επεκτείνει κυρίως το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης. Στόχος των όσων διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως είναι να διαχωριστούν τυχόν ειδωλικές και φυσικές θεότητες, από το Θεό και την ενέργειά του, σε όλη τη δημιουργία (6). Η επιστημονική και φιλοσοφική γλώσσα δεν φαίνεται να τον απομακρύνει από το καθαρά βιβλικό περιβάλλον. Επιπροσθέτως στο βιβλικό κείμενο γίνεται σαφής και επίμονη πολεμική προς κάθε είδους διαρχίας μυθικής ή ακόμη και φιλοσοφικής. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως, τα πάντα είναι καλώς καμωμένα.
Στο κείμενο της Γένεσης οι φάσεις της δημιουργίας αριθμούνται σκόπιμα σε έξι. Ο Μ. Βασίλειος κάνει τις προεκτάσεις της αρίθμησης. Η διήγηση δικαιολογεί την εξαήμερη εργασία από μέρος του Θεού και κατόπιν την λατρείας του Σαββάτου(7). Η έβδομη μέρα είναι, ο χρόνος της κτίσης και της χριστιανικής ζωής. Η όγδοη μέρα είναι ατέλευτη.
Κάνει λόγο για δημιουργία του φωτός την πρώτη μέρα, τον ήλιο όμως τον θέλει σκόπιμα την τέταρτη μέρα, μετά την εμφάνιση του φυτικού βασιλείου. Με την άποψη αυτή στρέφεται ενάντια στην ειδωλολατρία, και ποιο συγκεκριμένα στη λατρεία του θεού Ήλιου, όπως αυτή εκφραζόταν μέχρι τότε. Κάνοντας επομένως μια σύντομη αξιολόγηση οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του Ήλιου είναι σαν μια φωτιστική λάμπα και τίποτα περισσότερο. Έτσι καθίσταται σαφές ότι τα βιβλικά κείμενα είναι αντιηλιολατρικά.
Η ελληνική πατερική παράδοση, μολονότι δεν είχε ως αντίκρισμα σκέψης και πρόκλησης μιας παρόμοιας με τη σημερινή φιλοσοφία της ιστορίας, μήτε τη μέθοδο της ιστορικοκριτικής έρευνας, κατόρθωσε κατά θαυμάσιο τρόπο να αναχωνεύσει το πολιτιστικό περιεχόμενο της ελληνικής κληρονομιάς και να δει τα βιβλικά κείμενα, τόσο ιστορικά και εσχατολογικά όσο και κοσμολογικά ή καλύτερα θα λέγαμε «κτισιολογικά»(8). Η Εξαήμερος παρουσιάζει έντονα κοσμικά περιγράμματα. Η θεολογία των πατέρων τονίζει τον εσχατολογικό παράγοντα, αφού προβάλλεται η κατ’ ανάγκη εξέλιξη του κτιστού από το Α της δημιουργίας ως το Ω της τελείωσης.
Από τον Αριστοτέλη ως τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και εφεξής επιστημονικές και φιλοσοφικές γνώσεις όλου του επιστητού, φυσικού και πνευματικού, συγκεντρώνονται επιμελημένα, συγκροτούνται και αρχιτεκτονούνται σε μια πυραμίδα, όπου στην κορυφή κατά την αρχαιότητα βρίσκεται η φιλοσοφία και κατά τους βυζαντινούς χρόνους η θεολογία. Η θεολογία είναι αυτή όμως, που ακολουθεί με απόλυτη συνέπεια τη βιβλική άποψη για την αθεΐα «είπε άφρων εν την καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός»(9). Διότι αφροσύνη σημαίνει μια οργανική δυσλειτουργία στην όλη ύπαρξη με διάβρωση πρωταρχική, της καρδιάς.
Κατά το μυθικό κοσμοείδωλο, οι αντιλήψεις εκείνες της αρχαιότητας, ακόμα και του Μεσαίωνα, κατά τις οποίες η γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου, ενώ παράλληλα είναι ακίνητη και μέσα σε στατικά περιγράμματα. Κυριαρχούσε η αντίληψη πως, πάνω βρίσκεται ο ουρανός και κάτω τα καταχθόνια. Βασικό χαρακτηριστικό του μυθικού κοσμοειδώλου είναι η ταύτιση κοσμογονίας και θεογονίας. Μόλις εμφανίζονται οι θεότητες, τότε κάνει την εμφάνισή του ο κόσμος. Ουρανός, γη, φωτιά, νερό, αέρας και επιμέρους ουράνιες και γήινες περιοχές αποτελούν θεότητες. Το μυθικό κοσμοείδωλο είναι αυτό που βάζει τη σφραγίδα του στην καθημερινή ζωή και στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Για τον Μέγα Βασίλειο το κοσμοείδωλο είναι αποειδωλοποιημένο. Δεν υπάρχει τίποτα το απόλυτο, ούτε σε φυσική, κοινωνική ή πνευματική περιοχή. Σφύζει θα λέγαμε στην Εξαήμερο ένας απερίγραπτος δυναμισμός. Ο δυναμισμός αυτός γίνεται ξεκάθαρος και ενδυναμώνεται διαμέσου της χριστιανικής πίστης. Η θεολογία θα λέγαμε επίσης πως θα συμφωνούσε με την άποψη του Αϊνστάιν ότι: "ο Θεός δεν παίζει κύβους στο σύμπαν, γιατί είναι δημιουργός μιας φυσικής τάξης". Παρόλο που πιο σωστό θα ήταν να συμπληρώναμε το γεγονός ότι, είναι δημιουργός όχι μόνο μιας τάξης, αλλά και πολλών άλλων.
Έκδοσης ακριβής της ορθοδόξου πίστεως
Μεταφερόμενοι κατά τον όγδοο αιώνα που έζησε και έδρασε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η Εκκλησία είχε ήδη υποφέρει από πολλά δεινά. Αξιοσημείωτο του βιβλίου του αγίου Ιωάννου αποτελεί το γεγονός ότι τα αγιογραφικά χωρία είναι συντριπτικά περισσότερα από τα αποσπάσματα πατερικών κειμένων (10). Στην αντίληψη περί της δημιουργίας του κόσμου συμφωνεί με τον Μέγα Βασίλειο, καθότι μας περιγράφει ποιος έπλασε τον κόσμο και όχι τόσο πως έγινε. Χρησιμοποιεί ένα πολύ απλό και συνάμα πολύ λογικό τρόπο σκέψης, γιατί μας λέει πως από τη στιγμή που κάτι είναι τρεπτό, άρα είναι και κτιστό, δημιουργήθηκε από κάποιον και επομένως ο δημιουργός είναι άκτιστος(11).
Με ένα ακόμα λογικό επιχείρημα έρχεται να μας αποδείξει πως υπάρχει μόνο ένας Θεός, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, εάν υπήρχαν πολλοί, θα είχαν διαφορές μεταξύ τους, επομένως που είναι και η τελειότητα; Η διδασκαλία περί ουρανού και γης συνεχίζεται με την εκ του μη όντος δημιουργία.
Μιλώντας για την κίνηση του ουρανού μας, την περιγράφει ως κυκλική και σφίγγει μέσα του όσα περιέχει και έτσι μένουν τα πάντα πάγια και σταθερά. Όπως ξεκάθαρη είναι και η διάκριση του ουρανού σε επτά ζώνες. Οι πλανήτες κινούνται αντίθετα στον ουρανό, ενώ σε κάθε ζώνη του ουρανού υπάρχει ένας από τους επτά πλανήτες. Η γενικότερη ανάλυση των άστρων και των ζωδιακών κύκλων που φανερώνει, στο έργο του ο Αγ. Ιωάννης σχετικά με τους πλανήτες υποδηλώνει μια βαθιά γνώση σε θέματα αστρονομίας, της εποχής εκείνης βέβαια.
Επίσης διαβάζοντας το έργο του Αγ. Ιωάννου παρατηρούμε και το ενδιαφέρον της πατερικής σκέψης για τη φύση και τη δημιουργία γενικότερα. Γίνεται λόγος για τα ζώα και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από το Θεό, προκειμένου να είναι στη διάθεση του ανθρώπου, ενώ αυτός από μέρους του πρέπει, να τα προσέχει και να τα προστατεύει (12). Ακόμα και τα θηρία, δεν είναι άχρηστα για τον άνθρωπο, επειδή τον εκφοβίζουν. Τέλος και τα αγκάθια που φύτρωσαν στη γη εξ’ αιτίας της δημιουργικής ενέργειας του Κυρίου, μετά την πτώση, με αυτόν τον τρόπο συνδέθηκαν στενά με την απόλαυση του τριαντάφυλλου, κάνοντάς μας μια συνεχή υπενθύμιση της παράβασής μας και της ανυπακοής μας έναντι στον Ποιητή των πάντων, για την οποία και η γη καταδικάστηκε να βγάζει αγκάθια και τριβόλια.
Όλα τα παραπάνω ερωτήματα θα απαντηθούν, και οι λύσεις θα δοθούν, όχι από εμάς, αλλά από Εκείνους, οι οποίοι βίωναν κάθε στιγμή την ύπαρξη της Θείας Χάρητος. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Άραγε αυτοί οι Άγιοι, που αποτέλεσαν τους στύλους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Διδασκαλίας, τί σχέση θα μπορούσαν να είχαν με τα επιστημονικά δρώμενα της εποχής στην οποία έζησαν;
Βιογραφικά
Πριν αρχίσουμε λοιπόν, να μιλάμε για τη διδασκαλία τους, περί της επιστημονικής γνώσης, σε συνάρτηση με το διαρκές βίωμα των χαρισμάτων του Αγ. Πνεύματος, καλό θα ήταν να γνωρίσουμε πρώτα το μορφωτικό επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν και να τους τοποθετήσουμε ιστορικά, γνωρίζοντας έτσι, σε ποιό επίπεδο είχαν αναπτυχθεί οι επιστήμες. Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 και εκοιμήθη το 378. Μετέβηκε το 345 στην Καισάρεια για χάρη των σπουδών. Έπειτα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον μεγάλο δάσκαλο Λιβάνιο. Το 352 καταφθάνει στην Αθήνα, και γράφεται στη σχολή του διαπρεπούς χριστιανού καθηγητού Προαιρεσίου. Ο κύκλος των επιστημονικών σπουδών του περιλάμβανε ένα ευρύ πρόγραμμα μαθημάτων. Μερικά από αυτά ήσαν, η ρητορική, η κορωνίδα των επιστημών τότε, η φιλολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία, τα μαθηματικά, και η ιατρική. Με άλλα λόγια πρόκειται, χρησιμοποιώντας τον όρο του Διαφωτισμού, για τον Homo Universalis, τον λεγόμενο δηλαδή "καθολικό άνθρωπο" που κατέχει όλη την επιστημονική γνώση της εκάστοτε εποχής.(1)
Παρατηρώντας την κατάρτιση των Πατέρων διαχρονικά και μεταβαίνοντας στον Αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, ο οποίος γεννήθηκε το 680 και πέθανε το 790, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: ακολούθησε το πρόγραμμα της εγκύκλιου παιδείας της εποχής κοντά στον δάσκαλο και μοναχό Κοσμά. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα περιελάμβανε τα εξής μαθήματα: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, ρητορική, διαλεκτική και ηθική κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη και μετά θεολογία.(2)
Τέλος όσων αφορά έναν πιο πρόσφατο Πατέρα της Εκκλησίας μας, τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος γεννήθηκε το 1749 και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο το 1809 γνωρίζουμε ότι, έμαθε τα πρώτα του γράμματα κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Μετέπειτα όχι μόνο το οικογενειακό του περιβάλλον τον παρακινεί, αλλά και ο ίδιος δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με την αμέριστη συμπαράσταση του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο πολύ ξακουστός την εποχή εκείνη Ιερόθεος Βουλισμάς. Σ’ αυτή την περίοδο των σπουδών του είχε συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο τον Ζ΄ και Γρηγόριο τον Ε΄. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι και οι τρεις αυτοί Πατέρες στους οποίους και θα αναφερθούμε εκτενέστερα, διατέλεσαν διαπρεπέστατοι επιστήμονες και μαθητές πολύ σπουδαίων δασκάλων της εποχής τους. Η επιλογή των τριών αυτών γίνεται, διότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε πιο διαχρονικά και πιο σφαιρικά την πατερική σκέψη.
Διάκριση κτιστού και ακτίστου
Με αφορμή τον τίτλο της παρούσας εισήγησης καλό θα ήταν να κάνουμε μια σαφή διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Στήριγμα μας και αφετηρία μας θα αποτελέσει πρωτίστως η Αγία Γραφή και η Πατερική Σκέψη, η οποία φυσικά και στηρίζεται στην πρώτη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο λοιπόν, δύο πράγματα υπάρχουν: η θεότητα και η κτίση. Τόσο στην Καινή, όσο και στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε ένα Θεό δημιουργό ο οποίος είναι ο χορηγός του είναι, της κίνησης της ζωής και κάθε προαγωγής των κτισμάτων. Πουθενά δεν υπάρχει η υπόνοια, ότι ο Θεός μπορεί να δαπανηθεί, ενώ από την άλλη πλευρά η δημιουργία διαρκώς εξαντλείται και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται πλήρωση, στηριγμό και χορηγία ενέργειας (3). Αυτός είναι ο βιβλικός κόσμος: Θεός και δημιουργία. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στη δούλη πραγματικότητα και στον κυρίαρχο και ζωοδότη Θεό.
Η άποψη αυτή είναι όμως άγνωστη στους μονιστές και διαρχικούς του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πλάτωνας ως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της διαρχικής φιλοσοφίας εισάγει όχι μόνο δύο αυτόνομους κόσμους, τον αισθητό και τον νοητό, αλλά επιπροσθέτως κάνει λόγο συνεχώς για ύλη και πνεύμα, σώμα και ψυχή (4). Η διάκριση αυτή του Έλληνα φιλοσόφου στηρίζεται στην αρχή της αυθυπαρξίας των δύο κόσμων: του αισθητού και του νοητού. Ο πρώτος είναι, ένα ρέον γίγνεσθαι, δίχως όμως να ισχύει η ταυτότητα Α=Α. Ο δεύτερος είναι, από την άλλη πλευρά ανώλεθρος, άφθαρτος και αθάνατος. Στη διαρχική φιλοσοφία δεν υπάρχει η δημιουργίας εκ του μη όντος. Ο Πλάτωνας αποκαλεί στον Τίμαιο το θεό ποιητή, δημιουργό και πατέρα, όμως η αντίληψη που κυριαρχούσε στη σκέψη του ήταν, ότι καμιά άλλη δημιουργία δεν υφίσταται εκτός από αυτή που πραγματώνει ο άνθρωπος.
Επομένως η διάκριση κτιστού και ακτίστου επιφέρει αλλαγές σε σχέση με τα όσα πίστευαν μέχρι τότε οι φιλόσοφοι. Το αυθύπαρκτο ζευγάρι γεννητό και αγέννητο που είναι το σημείο κλειδί της διαρχικής φιλοσοφίας, αντικαθίσταται από τη θεολογική σκέψη από το ζευγάρι κτιστό-άκτιστο. Στο πρώτο ζευγάρι το γεννητό δεν είναι μόνο αυθύπαρκτο, αλλά και ριζικά αντίθετο προς το νοητό κόσμο, δηλαδή προς το αγέννητο. Στο δεύτερο το κτιστό δεν είναι αυθύπαρκτο σε καμιά περίπτωση, διότι περιέχει όλα τα αισθητά και τα νοητά κτίσματα. Είναι στην ουσία του ριζικά διαφορετικό από το άκτιστο. Από το οποίο εξαρτάται μέσω της ενεργειακής σχέσης Θεού και κτισμάτων.
Όλη η δημιουργία, από τους ανθρώπους μέχρι τους αγγέλους ακόμα και όλα τα άψυχα που μας περικλύζουν υπόκεινται στο νόμο της κτιστότητας. Η κτιστότητα αυτή σημαίνει ότι τα πάντα, αισθητά και νοητά, μπορούν να αλλοιωθούν γιατί τα πάντα εξελίσσονται. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως υπάρχουν δύο μορφές αλλοιώσεων: πρόκειται για την καλή αλλοίωση, δηλαδή την προαγωγή και την πρόοδο και την κακή αλλοίωση, που τείνει να οδηγεί τα πάντα ως τον εκμηδενισμό(5). Κτιστότητα επομένως σημαίνει, αλλοίωση και εξέλιξη του νοητού κόσμου.
Ο νόμος της σχετικότητας επιβάλλεται από την κτιστότητα. Τα πάντα είναι σχετικά. Μόνο ο άκτιστος Θεός είναι απόλυτος. Όλα τα όντα υπόκεινται στο νόμο της αλλοίωσης, όμως υπάρχει ποικιλία όσων αφορά τη δεκτικότητα ως προς τα χαρίσματα που μας προσφέρει απλόχερα ο ζωοδότης Θεός. Οι ψυχές και οι άγγελοι είναι άυλα και ασώματα όντα σε σχέση με τα υλικά και τα σωματικά. Σε σχέση με το Θεό είναι και αυτά υλικά και σωματικά. Μόνον ο Θεός είναι ασώματος και άυλος.
Προέκταση αυτής της διάκρισης κτιστού και ακτίστου αποτελεί και η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας. Η άκτιστη θεότητα δεν παραμένει ακίνητη και αφηρημένη σε μια νοητή και ιδεατή πραγματικότητα, αλλά κάνει φανερή την παρουσία της στον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών της. Το κτιστό δεν μπορεί να μετέχει της ουσίας του Θεού, ούτε καν να την γνωρίζει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι πατέρες της Εκκλησίας, δεν μπορούμε να κοιτάξουμε με τα μάτια μας τον ήλιο, γιατί θα τυφλωθούμε εξ’ αιτίας της λάμψης του. Αντιλαμβανόμαστε όμως την παρουσία του διαμέσου των ενεργειών του δηλαδή, το φως, τη θερμότητα, τη λάμψη κ.τ.λ. Το ίδιο ισχύει και ως προς τη σχέση ουσίας και ενέργειας. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την ουσία του Θεού, τον αντιλαμβανόμαστε όμως ανά πάσα στιγμή διαμέσου των ενεργειών του.
Ομιλία του Μ. Βασιλείου, "εις την Εξαήμερο"
Την ομιλία αυτή εκφώνησε ο Μέγας Βασίλειος, σε άγνωστο για εμάς έτος. Πιθανότητα να εκφωνήθηκε το 370. Πληροφορούμαστε όμως, πως ο λόγος εις την Εξαήμερο, αναγνώσθηκε από άμβωνος εντός πέντε ημερών και σε περίοδο νηστείας. Απευθυνόταν σε χειρώνακτες, που άκουγαν τον άγιο να ομιλεί το πρωί, πριν πάνε στις εργασίες τους, και τον βράδυ μετά την εργασία τους,
Το κύριο θέμα που καταπιάνεται ο μεγάλος αυτός το Πατέρας της Εκκλησίας μας είναι η δημιουργία του κόσμου. Στο έργο αυτό παρατηρούμε το αρμονικό δέσιμο και τη λειτουργική ενότητα επιστημονικών, φιλοσοφικών και θεολογικών στοιχείων. Είναι λάθος να στηριζόμαστε σε μια κοντόφθαλμη εντύπωση σύμφωνα με την οποία έργα όπως η Εξαήμερος απευθύνονται, σε μια άλλη εποχή. Η χρήση των επιστημονικών και φιλοσοφικών γνώσεων, δεν γίνεται σε αυτό το σημείο από τον Μ. Βασίλειο με σκοπό να επαληθευτούν τα βιβλικά κείμενα, αλλά μονάχα να διαφωτιστούν καλύτερα και να συμπληρωθούν σε ορισμένα σημεία. Δεν μένει μόνο στην απλή επανάληψη των βιβλικών χωρίων, αλλά τα προεκτείνει και τα συμπληρώνει, με ένα είδος ευπροσάρμοστης γλώσσας, μέσα στα πλαίσια της μέχρι τότε περιρρέουσας επιστημονικής και φιλοσοφικής ατμόσφαιρας.
Τα βιβλικά κείμενα κατά την πατερική θεολογία αποτελούν υπομνήματα μιας ιστορίας που συνεχίζεται ως την τελείωση της κτίσης. Κτίση και ιστορική πραγματικότητα συμβαδίζουν σε μια ενιαία ενότητα. Η πατερική θεολογία δίνει προτεραιότητα όχι στα κείμενα, αλλά στην ιστορική συνέχεια των πραγμάτων. Το κτιστό δεν είναι αυτό που μεταβάλλεται, δίχως να έχει ταυτότητα, δεν είναι αποκύημα μιας νοσηρής ίσως φαντασίας ή κάποιου από τα πολλά φιλοσοφικά συστήματα, αλλά είναι αυτό που προέρχεται από το μη ον μέσω της θείας βούλησης.
Ο λόγος των όντων λοιπόν στην πατερική θεολογία, ως θελήματα της θείας βούλησης, αποτυπώνονται σ’ όλη την κτίση και η εξάρτηση των κτιστών όντων καθορίζεται από τη δυναμική πορεία του κτιστού προς το άκτιστο, κατά τα στάδια της τελείωσης και όχι σε κλειστά αρχέτυπα ή κλειστούς τύπους.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι όλη η δημιουργία εξελίσσεται δυναμικά κατά την τελείωσή της προς το Θεό. Ο σημερινός αναγνώστης που, τυγχάνει να διαβάζει την Εξαήμερο αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος της δημιουργίας είναι αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας. Από την Αγία Γραφή πληροφορούμαστε, για το ποιος δημιούργησε τον κόσμο. Ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως σύμπαν και ζωή εξελίχθηκαν κατά τις επιμέρους εκφάνσεις από τις πρώτες αιτίες, δυνάμεις και αφορμές που κατέβαλε ο Θεός «εν ακάρει» κατά την έναρξη της δημιουργίας. Αυτό μας θυμίζει έντονα τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης (Big Bang).
Στο παρόν έργο λοιπόν υπομνηματίζει και επεκτείνει κυρίως το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης. Στόχος των όσων διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως είναι να διαχωριστούν τυχόν ειδωλικές και φυσικές θεότητες, από το Θεό και την ενέργειά του, σε όλη τη δημιουργία (6). Η επιστημονική και φιλοσοφική γλώσσα δεν φαίνεται να τον απομακρύνει από το καθαρά βιβλικό περιβάλλον. Επιπροσθέτως στο βιβλικό κείμενο γίνεται σαφής και επίμονη πολεμική προς κάθε είδους διαρχίας μυθικής ή ακόμη και φιλοσοφικής. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως, τα πάντα είναι καλώς καμωμένα.
Στο κείμενο της Γένεσης οι φάσεις της δημιουργίας αριθμούνται σκόπιμα σε έξι. Ο Μ. Βασίλειος κάνει τις προεκτάσεις της αρίθμησης. Η διήγηση δικαιολογεί την εξαήμερη εργασία από μέρος του Θεού και κατόπιν την λατρείας του Σαββάτου(7). Η έβδομη μέρα είναι, ο χρόνος της κτίσης και της χριστιανικής ζωής. Η όγδοη μέρα είναι ατέλευτη.
Κάνει λόγο για δημιουργία του φωτός την πρώτη μέρα, τον ήλιο όμως τον θέλει σκόπιμα την τέταρτη μέρα, μετά την εμφάνιση του φυτικού βασιλείου. Με την άποψη αυτή στρέφεται ενάντια στην ειδωλολατρία, και ποιο συγκεκριμένα στη λατρεία του θεού Ήλιου, όπως αυτή εκφραζόταν μέχρι τότε. Κάνοντας επομένως μια σύντομη αξιολόγηση οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του Ήλιου είναι σαν μια φωτιστική λάμπα και τίποτα περισσότερο. Έτσι καθίσταται σαφές ότι τα βιβλικά κείμενα είναι αντιηλιολατρικά.
Η ελληνική πατερική παράδοση, μολονότι δεν είχε ως αντίκρισμα σκέψης και πρόκλησης μιας παρόμοιας με τη σημερινή φιλοσοφία της ιστορίας, μήτε τη μέθοδο της ιστορικοκριτικής έρευνας, κατόρθωσε κατά θαυμάσιο τρόπο να αναχωνεύσει το πολιτιστικό περιεχόμενο της ελληνικής κληρονομιάς και να δει τα βιβλικά κείμενα, τόσο ιστορικά και εσχατολογικά όσο και κοσμολογικά ή καλύτερα θα λέγαμε «κτισιολογικά»(8). Η Εξαήμερος παρουσιάζει έντονα κοσμικά περιγράμματα. Η θεολογία των πατέρων τονίζει τον εσχατολογικό παράγοντα, αφού προβάλλεται η κατ’ ανάγκη εξέλιξη του κτιστού από το Α της δημιουργίας ως το Ω της τελείωσης.
Από τον Αριστοτέλη ως τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και εφεξής επιστημονικές και φιλοσοφικές γνώσεις όλου του επιστητού, φυσικού και πνευματικού, συγκεντρώνονται επιμελημένα, συγκροτούνται και αρχιτεκτονούνται σε μια πυραμίδα, όπου στην κορυφή κατά την αρχαιότητα βρίσκεται η φιλοσοφία και κατά τους βυζαντινούς χρόνους η θεολογία. Η θεολογία είναι αυτή όμως, που ακολουθεί με απόλυτη συνέπεια τη βιβλική άποψη για την αθεΐα «είπε άφρων εν την καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός»(9). Διότι αφροσύνη σημαίνει μια οργανική δυσλειτουργία στην όλη ύπαρξη με διάβρωση πρωταρχική, της καρδιάς.
Κατά το μυθικό κοσμοείδωλο, οι αντιλήψεις εκείνες της αρχαιότητας, ακόμα και του Μεσαίωνα, κατά τις οποίες η γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου, ενώ παράλληλα είναι ακίνητη και μέσα σε στατικά περιγράμματα. Κυριαρχούσε η αντίληψη πως, πάνω βρίσκεται ο ουρανός και κάτω τα καταχθόνια. Βασικό χαρακτηριστικό του μυθικού κοσμοειδώλου είναι η ταύτιση κοσμογονίας και θεογονίας. Μόλις εμφανίζονται οι θεότητες, τότε κάνει την εμφάνισή του ο κόσμος. Ουρανός, γη, φωτιά, νερό, αέρας και επιμέρους ουράνιες και γήινες περιοχές αποτελούν θεότητες. Το μυθικό κοσμοείδωλο είναι αυτό που βάζει τη σφραγίδα του στην καθημερινή ζωή και στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Για τον Μέγα Βασίλειο το κοσμοείδωλο είναι αποειδωλοποιημένο. Δεν υπάρχει τίποτα το απόλυτο, ούτε σε φυσική, κοινωνική ή πνευματική περιοχή. Σφύζει θα λέγαμε στην Εξαήμερο ένας απερίγραπτος δυναμισμός. Ο δυναμισμός αυτός γίνεται ξεκάθαρος και ενδυναμώνεται διαμέσου της χριστιανικής πίστης. Η θεολογία θα λέγαμε επίσης πως θα συμφωνούσε με την άποψη του Αϊνστάιν ότι: "ο Θεός δεν παίζει κύβους στο σύμπαν, γιατί είναι δημιουργός μιας φυσικής τάξης". Παρόλο που πιο σωστό θα ήταν να συμπληρώναμε το γεγονός ότι, είναι δημιουργός όχι μόνο μιας τάξης, αλλά και πολλών άλλων.
Έκδοσης ακριβής της ορθοδόξου πίστεως
Μεταφερόμενοι κατά τον όγδοο αιώνα που έζησε και έδρασε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η Εκκλησία είχε ήδη υποφέρει από πολλά δεινά. Αξιοσημείωτο του βιβλίου του αγίου Ιωάννου αποτελεί το γεγονός ότι τα αγιογραφικά χωρία είναι συντριπτικά περισσότερα από τα αποσπάσματα πατερικών κειμένων (10). Στην αντίληψη περί της δημιουργίας του κόσμου συμφωνεί με τον Μέγα Βασίλειο, καθότι μας περιγράφει ποιος έπλασε τον κόσμο και όχι τόσο πως έγινε. Χρησιμοποιεί ένα πολύ απλό και συνάμα πολύ λογικό τρόπο σκέψης, γιατί μας λέει πως από τη στιγμή που κάτι είναι τρεπτό, άρα είναι και κτιστό, δημιουργήθηκε από κάποιον και επομένως ο δημιουργός είναι άκτιστος(11).
Με ένα ακόμα λογικό επιχείρημα έρχεται να μας αποδείξει πως υπάρχει μόνο ένας Θεός, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, εάν υπήρχαν πολλοί, θα είχαν διαφορές μεταξύ τους, επομένως που είναι και η τελειότητα; Η διδασκαλία περί ουρανού και γης συνεχίζεται με την εκ του μη όντος δημιουργία.
Μιλώντας για την κίνηση του ουρανού μας, την περιγράφει ως κυκλική και σφίγγει μέσα του όσα περιέχει και έτσι μένουν τα πάντα πάγια και σταθερά. Όπως ξεκάθαρη είναι και η διάκριση του ουρανού σε επτά ζώνες. Οι πλανήτες κινούνται αντίθετα στον ουρανό, ενώ σε κάθε ζώνη του ουρανού υπάρχει ένας από τους επτά πλανήτες. Η γενικότερη ανάλυση των άστρων και των ζωδιακών κύκλων που φανερώνει, στο έργο του ο Αγ. Ιωάννης σχετικά με τους πλανήτες υποδηλώνει μια βαθιά γνώση σε θέματα αστρονομίας, της εποχής εκείνης βέβαια.
Επίσης διαβάζοντας το έργο του Αγ. Ιωάννου παρατηρούμε και το ενδιαφέρον της πατερικής σκέψης για τη φύση και τη δημιουργία γενικότερα. Γίνεται λόγος για τα ζώα και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από το Θεό, προκειμένου να είναι στη διάθεση του ανθρώπου, ενώ αυτός από μέρους του πρέπει, να τα προσέχει και να τα προστατεύει (12). Ακόμα και τα θηρία, δεν είναι άχρηστα για τον άνθρωπο, επειδή τον εκφοβίζουν. Τέλος και τα αγκάθια που φύτρωσαν στη γη εξ’ αιτίας της δημιουργικής ενέργειας του Κυρίου, μετά την πτώση, με αυτόν τον τρόπο συνδέθηκαν στενά με την απόλαυση του τριαντάφυλλου, κάνοντάς μας μια συνεχή υπενθύμιση της παράβασής μας και της ανυπακοής μας έναντι στον Ποιητή των πάντων, για την οποία και η γη καταδικάστηκε να βγάζει αγκάθια και τριβόλια.
Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον: περί της φυλακής των πέντε αισθήσεων
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδυασμού επιστημονικού κοσμοειδώλου και χριστιανικής πίστης αποτελεί το απόσπασμα του οσίου Νικοδήμου, στο οποίο μας περιγράφεται λεπτομερώς ο τρόπος με την οποίο λειτουργεί η καρδιά μας. Επομένως οι γνώσεις περί ανατομίας και ιατρικής θεωρούνται δεδομένες. Μας γίνεται μια πιστή αναπαράσταση για πως λειτούργει η καρδιά, από ποια μέρη αποτελείται, πόσα λίτρα αίμα έχει το σώμα μας κ.τ.λ(13). Παρόλα αυτά και ενώ στρέφεται στην γνώση της εποχής του, συνδυάζει όλα τα παραπάνω με την καρδιά ως κέντρο φυσικό, και η ουσία της ψυχής στην καρδιά βρίσκεται ουσιαστικά. Συνεχίζοντας διαβάζουμε πως είναι κέντρο παραφυσικό και υπερφυσικό. Υπερφυσικό, γιατί η υπερφυσική χάρη του Θεού, την οποία και λάβαμε διά του αγίου βαπτίσματος, στην καρδιά βρίσκεται, ωσάν σε καθέδρα ή θρόνο. Είναι από την άλλη πλευρά και ένα κέντρο παραφυσικό, διότι όλα τα παρά φύσιν πάθη, και όλοι οι βλάσφημοι, και υπερήφανοι, και αισχροί και πονηροί λογισμοί και όλες οι κακές επιθυμίες και κλίσεις ορέξεις έχουν αναφορά τους στην καρδιά.
Κινούμενοι στο πλαίσιο προσέγγισης της πατερικής άποψης μπορεί ένας γιατρός διαβάζοντας σήμερα το κείμενο του Αγίου Νικοδήμου να βρει αναχρονισμούς, να το βρει ξεπερασμένο ιατρικά και να βαλθεί να το διορθώσει, παρόλα αυτά η προοπτική που μας τα αναφέρει σε όλα αυτά δεν είναι άλλη από την εσχατολογική. Είναι ένα ακόμα τρανό παράδειγμα, του τρόπου χρήσης των επιστημών από την πλευρά των πατέρων της εκκλησίας και πως εντάσσονταν αυτή η χρήση σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα είχε μόνο μια προοπτική, αυτή της σωτηρίας.
Συμπεράσματα
Οι θετικοί επιστήμονες, αστροφυσικοί και άλλοι κάνουν λόγο για το λεγόμενο ανθρωπικό αξίωμα (anthropical principle),σύμφωνα με το οποίο, όλο το σύμπαν είναι δομημένο στα μέτρα του ανθρώπου. Συμπληρωματικά μπορούμε να αναλογιστούμε και τον προβληματισμό του Αϊνστάιν ο οποίος έλεγε: δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο ο κόσμος είναι καμωμένος με τέτοιο τρόπο που να μπορώ να τον καταλάβω. Στην περίπτωσή μας ο βιβλικός Θεός βιώνεται, μέσω της πείρας με τρία άκρως βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, ενώ είναι πάντα υπερβατικός συνάμα είναι και συνδεδεμένος ενεργειακά με ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Ο υπερβατικός Θεός απέχει από τον κόσμο φύση και ουσία και όχι τόπο και χρόνο. Δεύτερον τίποτα δεν παρεμβάλλεται, ως μεσάζουσα πραγματικότητα, μεταξύ Θεού και κόσμου.
Τρίτον ο βιβλικός Θεός, είναι πάντοτε ουσιοποιός και ζωοδότης στην κτίση και την ιστορία, είναι κινητικός, κοινωνικός και ιστορικός. Μέσω των ενεργειών του, τέλος συνάπτει διαπροσωπικές σχέσεις με τα λογικά του κτίσματα. Δημιουργία και χρόνος είναι συνδεδεμένα άμεσα, καθότι, σύμφωνα με όρους της άλγεβρας, η αιωνιότητα είναι σαν μια ευθεία που έχει αρχή και δεν έχει τέλος. O χρόνος θεωρείται ευθύγραμμο τμήμα, καθότι έχει αρχή, ενώ θα έχει και τέλος, ενώ για το Θεό όλα όσα συζητάμε είναι σαν μια ευθεία, μα και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι μια ευθεία δεν έχει ούτε αρχή, αλλά ούτε και τέλος.
Είθε η σκέψη των αγίων μας περί των επιστημών να αποτελέσει οδηγό φάρο ως προς την κατεύθυνση των σπουδών μας, διότι τελικά επιστήμη και θρησκεία δεν βρίσκονται σε μια διαρκή ρήξη όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά σε μια διαρκή αγαστή και παροιμιώδη συνεργασία.
Υποσημειώσεις
1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Δ’, σ.21, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2006.
2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Ε’, σ.312, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2006.
3. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 104, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
4. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 105, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 109, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
6. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 26, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
7. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 29, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
8. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 44, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
9. Ψαλμ. 13.
10. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.17, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
11. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.35, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
12. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.141 εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
13. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σ.302, Αθήνα, εκδ. Νεκτάριος Παναγώπουλος, Αθήνα 1999.
Βιβλιογραφία
• Βασίλειος ο Μέγας, Εξαήμερος ,Θεσσαλονίκη, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1973.
• Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2004, σ.11-91.
• Δημήτριος Τσάμης, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2005, σ. 20-39 και 83-91.
• Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2007.
• Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Αθήνα, εκδ. Νεκτάριος Παναγώπουλος, 1999, σ.301-306.
• Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 1997, σ. 59-68 και 103-132.
• Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη, εκδ Π. Πουρναράς, 1990.
• Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Δ’ Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυρομάνος, 2006, σ. 20- 34.
• Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Ε’ Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυρομάνος, 2006, σ. 312- 316.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδυασμού επιστημονικού κοσμοειδώλου και χριστιανικής πίστης αποτελεί το απόσπασμα του οσίου Νικοδήμου, στο οποίο μας περιγράφεται λεπτομερώς ο τρόπος με την οποίο λειτουργεί η καρδιά μας. Επομένως οι γνώσεις περί ανατομίας και ιατρικής θεωρούνται δεδομένες. Μας γίνεται μια πιστή αναπαράσταση για πως λειτούργει η καρδιά, από ποια μέρη αποτελείται, πόσα λίτρα αίμα έχει το σώμα μας κ.τ.λ(13). Παρόλα αυτά και ενώ στρέφεται στην γνώση της εποχής του, συνδυάζει όλα τα παραπάνω με την καρδιά ως κέντρο φυσικό, και η ουσία της ψυχής στην καρδιά βρίσκεται ουσιαστικά. Συνεχίζοντας διαβάζουμε πως είναι κέντρο παραφυσικό και υπερφυσικό. Υπερφυσικό, γιατί η υπερφυσική χάρη του Θεού, την οποία και λάβαμε διά του αγίου βαπτίσματος, στην καρδιά βρίσκεται, ωσάν σε καθέδρα ή θρόνο. Είναι από την άλλη πλευρά και ένα κέντρο παραφυσικό, διότι όλα τα παρά φύσιν πάθη, και όλοι οι βλάσφημοι, και υπερήφανοι, και αισχροί και πονηροί λογισμοί και όλες οι κακές επιθυμίες και κλίσεις ορέξεις έχουν αναφορά τους στην καρδιά.
Κινούμενοι στο πλαίσιο προσέγγισης της πατερικής άποψης μπορεί ένας γιατρός διαβάζοντας σήμερα το κείμενο του Αγίου Νικοδήμου να βρει αναχρονισμούς, να το βρει ξεπερασμένο ιατρικά και να βαλθεί να το διορθώσει, παρόλα αυτά η προοπτική που μας τα αναφέρει σε όλα αυτά δεν είναι άλλη από την εσχατολογική. Είναι ένα ακόμα τρανό παράδειγμα, του τρόπου χρήσης των επιστημών από την πλευρά των πατέρων της εκκλησίας και πως εντάσσονταν αυτή η χρήση σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα είχε μόνο μια προοπτική, αυτή της σωτηρίας.
Συμπεράσματα
Οι θετικοί επιστήμονες, αστροφυσικοί και άλλοι κάνουν λόγο για το λεγόμενο ανθρωπικό αξίωμα (anthropical principle),σύμφωνα με το οποίο, όλο το σύμπαν είναι δομημένο στα μέτρα του ανθρώπου. Συμπληρωματικά μπορούμε να αναλογιστούμε και τον προβληματισμό του Αϊνστάιν ο οποίος έλεγε: δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο ο κόσμος είναι καμωμένος με τέτοιο τρόπο που να μπορώ να τον καταλάβω. Στην περίπτωσή μας ο βιβλικός Θεός βιώνεται, μέσω της πείρας με τρία άκρως βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, ενώ είναι πάντα υπερβατικός συνάμα είναι και συνδεδεμένος ενεργειακά με ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Ο υπερβατικός Θεός απέχει από τον κόσμο φύση και ουσία και όχι τόπο και χρόνο. Δεύτερον τίποτα δεν παρεμβάλλεται, ως μεσάζουσα πραγματικότητα, μεταξύ Θεού και κόσμου.
Τρίτον ο βιβλικός Θεός, είναι πάντοτε ουσιοποιός και ζωοδότης στην κτίση και την ιστορία, είναι κινητικός, κοινωνικός και ιστορικός. Μέσω των ενεργειών του, τέλος συνάπτει διαπροσωπικές σχέσεις με τα λογικά του κτίσματα. Δημιουργία και χρόνος είναι συνδεδεμένα άμεσα, καθότι, σύμφωνα με όρους της άλγεβρας, η αιωνιότητα είναι σαν μια ευθεία που έχει αρχή και δεν έχει τέλος. O χρόνος θεωρείται ευθύγραμμο τμήμα, καθότι έχει αρχή, ενώ θα έχει και τέλος, ενώ για το Θεό όλα όσα συζητάμε είναι σαν μια ευθεία, μα και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι μια ευθεία δεν έχει ούτε αρχή, αλλά ούτε και τέλος.
Είθε η σκέψη των αγίων μας περί των επιστημών να αποτελέσει οδηγό φάρο ως προς την κατεύθυνση των σπουδών μας, διότι τελικά επιστήμη και θρησκεία δεν βρίσκονται σε μια διαρκή ρήξη όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά σε μια διαρκή αγαστή και παροιμιώδη συνεργασία.
Υποσημειώσεις
1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Δ’, σ.21, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2006.
2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Ε’, σ.312, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2006.
3. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 104, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
4. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 105, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 109, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
6. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 26, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
7. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 29, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
8. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 44, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
9. Ψαλμ. 13.
10. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.17, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
11. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.35, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
12. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.141 εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
13. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σ.302, Αθήνα, εκδ. Νεκτάριος Παναγώπουλος, Αθήνα 1999.
Βιβλιογραφία
• Βασίλειος ο Μέγας, Εξαήμερος ,Θεσσαλονίκη, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1973.
• Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2004, σ.11-91.
• Δημήτριος Τσάμης, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2005, σ. 20-39 και 83-91.
• Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2007.
• Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Αθήνα, εκδ. Νεκτάριος Παναγώπουλος, 1999, σ.301-306.
• Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 1997, σ. 59-68 και 103-132.
• Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη, εκδ Π. Πουρναράς, 1990.
• Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Δ’ Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυρομάνος, 2006, σ. 20- 34.
• Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Ε’ Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυρομάνος, 2006, σ. 312- 316.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου