Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Η φιλοπτωχία.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Η φιλοπτωχία.


Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς την υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές και να της δώσει το πρωτείο και το βραβείο, όπως ακριβώς δεν είναι εύκολο να βρει μέσα σ’ ένα ολάνθιστο και μοσχοβόλο λιβάδι το πιο ωραίο κι ευωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε το ένα και πότε το άλλο του τραβάει την προσοχή και τον προκαλεί να το κόψει πρώτο.[...]

 Και αν ο Παύλος, που ακολουθεί κι αυτός το Χριστό, θεωρεί την αγάπη ως την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή, ως τη σύνοψη του νόμου και των προφητών, το καλύτερο μέρος της θεωρώ πως είναι η αγάπη στους φτωχούς και, γενικότερα, η ευσπλαχνία και η συμπάθεια στους συνανθρώπους. Γιατί τίποτα άλλο δεν ευχαριστεί τόσο πολύ το Θεό και τίποτα άλλο δεν Του είναι τόσο αγαπητό όσο η ευσπλαχνία. Αυτή, μαζί με την αλήθεια, πηγαίνει μπροστά Του και αυτή και αυτή πρέπει να Του προσφερθεί πριν από την Κρίση. Μα και σε τίποτα άλλο δεν δίνεται ως ανταπόδοση από Εκείνον, που κρίνει με δικαιοσύνη και ζυγίζει με ακρίβεια την ευσπλαχνία, όσο στη φιλανθρωπία.
 Σ’ όλους λοιπόν τους φτωχούς και σ’ εκείνους που για οποιανδήποτε λόγο κακοπαθούν, οφείλουμε μα δείχνουμε ευσπλαχνία, σύμφωνα με την εντολή:«Να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται» (Ρωμ.12, 15). Και οφείλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους, ως άνθρωποι κι εμείς, την εκδήλωση της καλοσύνης μας, όταν τη χρειάζονται, χτυπημένοι από κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ή ορφάνια ή ξενητιά ή σκληρά αφεντικά ή άδικους άρχοντες ή άσπλαχνους κλέφτες ή δήμευση περιουσίας ή ναυάγιο. Όλοι είναι αξιολύπητοι. Όλοι βλέπουν τα χέρια μας, όπως εμείς βλέπουμε τα χέρια του Θεού.
 Τι θα κάνουμε λοιπόν εμείς, που έχουμε τιμηθεί με το μεγάλο όνομα «χριστιανοί» και αποτελούμε τον διαλεχτό και ξεχωριστό λαό, ο οποίος οφείλει να καταγίνεται σε καλά και σωτήρια έργα; Τι θα κάνουμε εμείς οι μαθητές του πράου και φιλάνθρωπου Ιησού, που σήκωσε τις αμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας την ανθρώπινη φύση μας, κι έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη θεότητα; [...]
 Ας μη γίνουμε, αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. [...]
 Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Γιατί και το ελάχιστο δεν είναι ασήμαντο για τον άνθρωπο που όλα τα στερείται, μα ούτε και για το Θεό, εφόσον είναι ανάλογο με τις δυνατότητές σου. Αντί για μεγάλη προσφορά, δώσε την προθυμία σου. Κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά.
 Δεν έχει μικρότερη αξία, αδελφέ μου, ο άνθρωπος από το ζώο, που, αν χαθεί ή πέσει σε χαντάκι, σε προστάζει ο νόμος να το σηκώσεις και να το περιμαζέψεις (Δευτ. 22, 1-4). Πόση ευσπλαχνία, επομένως, οφείλουμε να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, όταν ακόμα και με τ’ άλογα ζώα έχουμε χρέος να είμαστε πονετικοί;
 «Δανείζει το Θεό όποιος ελεεί φτωχό», λέει η Γραφή (Παροιμ. 19, 17). Ποιος δεν δέχεται τέτοιον οφειλέτη, που, εκτός, από το δάνειο, θα δώσει και τόκους, όταν έρθει ο καιρός; Και αλλού πάλι λέει: «Με τις ελεημοσύνες και με την τιμιότητα καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15, 27α).
 Ας καθαριστούμε λοιπόν με την ελεημοσύνη, ας πλύνουμε με το καλό βοτάνι τις βρωμιές και τους λεκέδες μας, ας γίνουμε άσπροι, άλλοι σαν το μαλλί κι άλλοι σαν το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία του ο καθένας. «Μακάριοι», λέει, «όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός Του» (Ματθ. 5, 7). Το έλεος υπογραμμίζεται στους μακαρισμούς. Και αλλού: «Μακάριος είν’ εκείνος που σπλαχνίζεται τον φτωχό και τον στερημένο» (Ψαλμ. 40, 2). Και: «Αγαθός άνθρωπος είν’ εκείνος που συμπονάει τους άλλους και τους δανείζει» (Ψαλμ. 111, 5). Και: «Παντοτινά ελεεί και δανείζει ο δίκαιος» (Ψαλμ. 36, 26). Ας αρπάξουμε το μακαρισμό, ας τον κατανοήσουμε, ας ανταποκριθούμε στην κλήση του, ας γίνουμε αγαθοί άνθρωποι. Ούτε η νύχτα να μη διακόψει την ελεημοσύνη σου. «Μην πεις, «Φύγε τώρα κι έλα πάλι αύριο να σου δώσω βοήθεια».»(Παροιμ. 3, 28), γιατί μπορεί από σήμερα ως αύριο να συμβεί κάτι, που θα ματαιώσει την ευεργεσία. Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα που δεν παίρνει αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου σ’ εκείνους που πεινούν και βάλε στο σπίτι σου φτωχούς, που δεν έχουν στέγη» (Ης. 58, 7). Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. «Όποιος ελεεί», λέει ο απόστολος, «ας το κάνει με ευχαρίστηση και γλυκύτητα» (Ρωμ. 12,8). Με την προθυμία, το καλό σου λογαριάζεται σαν διπλό. Η ελεημοσύνη που γίνεται με στενοχώρια ή εξαναγκασμό, είναι άχαρη και άνοστη. Να πανηγυρίζουμε πρέπει, όχι να θρηνούμε, όταν κάνουμε καλοσύνες. [...]
 Όσο είναι καιρός λοιπόν ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε. Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα. Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία κι επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσω εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριό μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία

Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία

H ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.
Ωστόσο η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;
Η προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.
Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και «απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.
Η Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια οδό, της θεολογίας
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί δρόμοι προσπέλασης προς το Θείο μυστήριο. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος στην καταφατική ο δε δεύτερος, στην αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της θεολογίας αποτελεί την αρχική και παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν πρόκειται ποτέ κανείς να φθάσει "ακινδύνως" στην δεύτερη. Η καταφατική θεολογία, αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο πνευματικής ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων" και των "μισθωτών." Όσο άσχημο είναι να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο επικίνδυνο, είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία. Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι αδύνατο από την Εκκλησία να φτάσει κανείς υπερβατικά, στην πνευματική κατάσταση να βλέπει το Θείο και άκτιστο φώς.
Η κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την ερμηνεία της δημιουργίας
Ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης, υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει την υπόσταση γενικά του κόσμου ως δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στο σύμπαν, έχει πείσει ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει στη γένεση και τη ζωή των όντων. Κάθε τι που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης αρχής, η οποία το γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά στο ενδεχόμενο της συμμετοχής, μιας ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό της «θείας καταφατικής διοικήσεως» του σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και πριν καν ο ανθρώπινος νους κατανοήσει χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές, κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη δημιούργησε κάτι το πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη σκέψη του αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.
Ο όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού
Στα πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και επιθυμία, ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει πολλές ονομασίες τις λεγόμενες θεωνυμίες. Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από την αρχική θεολογική εμπειρία και λόγω της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της αντίληψης του άυλου και υπερβατικού Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται με συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με χέρια και πόδια. Ο συμβολικός αυτός τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία της ζωής του Χριστιανού, εκ των πραγμάτων και λόγω της ενδοκοσμικότητας του ανθρώπου, έχει προτεραιότητα στη ζωή, «εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει και αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει, άρα και να το κατανοήσει. Αποδέχεται λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική θεολογική σκέψη, πρωταρχικά ενστικτωδώς, μελετώντας το Θεό ως οντότητα.
Η καταφατική προσιτή φύση του Θεού
Η καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε καταφατικούς περί Θεού ορισμούς, σημαντικότερος των οποίων είναι η απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο ών». Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας την πρώτη Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η κατάφαση στο «θεολογείν» λαμβάνει «θείο εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της στη συνέχεια, γίνεται από τον ίδιο το Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, την ανάμνηση του μυστικού δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση του θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία του συνάντηση με τους συνεχιστές του Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του, την υλική, κοσμική, περιγραφική, συμποσιακή συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση στην καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα χριστιανικής λατρείας.
Ο όρος της αποφατικής θεολογίας
Η αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη ορθόδοξη θεολογία. Είναι η ταπείνωση της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του μυστηρίου του Θεού. Είναι η άρνηση να εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν «καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει να θεωρεί ως "κάτι" το μυαλό του, ούτε να καμαρώνει γι' αυτό. Είναι ο λόγος του Σιλουανού, ότι ο Θεός και βλεπόμενος παραμένει μυστήριο.
H αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική πλατωνική θεώρηση. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιες εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην ορολογία μεταξύ του Πλάτωνα (ή και των Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων της Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι υπάρχει, μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της ορθόδοξης αποφατικής θεολογίας και της ελληνικής αντίληψης περί του Θεού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, φτάνουμε στη γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης θεώρησης «της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’ όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια μέσω της θεώρησης «της τάξης, η οποία υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή «ο λόγος, ο οποίος ταξινόμησε το σύμπαν» Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται μέσα από την έκσταση, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα , είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εύρεσης του Θεού.
Η όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα αφορά τελικά, στην αφαίρεση από την ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων της περιορισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί ο άνθρωπος, όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει η δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν υπάρχει διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.
Διάκριση καταφατικής - αποφατικής οδού, από την σχολαστική θεολογία
Ότι φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά κανόνα αν δεν διέπεται από τις ίδιες δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και ουσιαστική διαφορετικότητα. Στην μακρά διαφορετική πορεία του ορθοδόξου δόγματος από την δυτική μεθοδολογία και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει η σύγχυση σε ορθόδοξα εγχειρίδια δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι η κατάφαση και η απόφαση αποτελούν αν όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και μέθοδοι, με την δυτική διαλεκτική και προβληματική της θετικής και αρνητικής θεολογίας των σχολαστικών.
Η δυτική μεθοδολογία των σχολαστικών, στηρίζεται κατά βάση, στην ενιαία διαλεκτική, ανεξάρτητα τα γνωρίσματα, τις έννοιες και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται ως περιβολή. Η όλη λογική αναζήτηση και ανάλυση που χρησιμοποιείται κατά την μεθοδολογία αυτή, οδηγεί πρωτίστως στην θετική οδό, (via affirmationis), όπου κατά την «σύλληψη» του θείου, του αποδίδονται γνωρίσματα και ονόματα. Το περιεχόμενο των ονομάτων που αποδίδονται στο Θεό, αποτελεί υποσύνολο της κτιστής πραγματικότητας. Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη οδός, η αρνητική (via negationis), όπου πλέον ο Θεός παρουσιάζεται ως άυλος και αιώνιος. Είναι αντιληπτό στην παραπάνω θεώρηση, ότι απουσιάζει η εμπειρία των ορθοδόξων από την οποία πηγάζει η καταφατική ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης δεν γίνεται, καμία συσχέτιση των ορισμών τις αρνητικής θεολογίας, με την φωτοφάνεια, την θέα του Θεού, το θείο και άκτιστο φώς των ορθοδόξων. Απεναντίας στην όλη θεώρηση της δυτικής μεθοδολογίας, γίνεται αντιληπτή μια διαλεκτική και νοητική πορεία που με λογικές ερμηνείες και ονοματισμούς, διαμέσου της κτιστής πραγματικότητας, χωρίς Θεοφάνεια γίνεται η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού.
Στη θεολογία των Σχολαστικών θεολόγων είναι σαφές, ότι με την θετική οδό, αποδίδονται ονόματα στο Θεό, αλλά και με την αρνητική, στερητική οδό, αφαιρούμε αυτά τα ονόματα από το Θεό, όχι για να μη τα αποδώσουμε σε Αυτόν , αλλά για να καθαρίσουμε τα ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται στης ορθόδοξη καταφατική και αποφατική θεολογία όπου, η μέθοδος αποδόσεως ονομάτων στο Θεό είναι απλή. Δηλαδή αποδίδονται ονόματα και αφαιρούνται ονόματα, χωρίς να γίνονται αποδεκτοί, κανόνες της λογικής, γιατί οι κανόνες της λογικής ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα του Θεού. Για το Θεό δεν ισχύουν κανόνες της λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο Θεό, καθώς και κανένα σύστημα λογικής. Μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα. Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα, που είναι ο Θεός. Δεν υπάρχουν κανόνες των κτισμάτων, που να εφαρμόζονται στα άκτιστα .
Η κατάφαση και η απόφαση στην ορθόδοξη θεολογία δεν προέρχονται από φιλοσοφικό στοχασμό. Ο στοχασμός απαγορεύεται στον ορθόδοξο θεολόγο της Εκκλησίας, όταν πρόκειται να θεολογήσει. Γι’ αυτό, ο μόνος συνετός τρόπος του να μελετά κανείς την Αγία Γραφή δεν είναι ο στοχασμός, αλλά η προσευχή. Ποια όμως προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται τον άνθρωπο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος φωτίζεται και γίνεται ικανός να κατανοεί ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και να οδηγηθεί από φωτισμένος, που είναι, στην θέωση.
Η καταφατική και αποφατική οδός, ως αναπόσπαστη και ενιαία μέθοδος
Μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας φαίνεται να υπάρχει μια διαλεκτική αντίθεση, ωστόσο για την ορθόδοξη πατερική παράδοση καμιά αντίθεση δεν είναι νοητή μεταξύ τους. Απεναντίας, ανάμεσά τους υπάρχει μια άρρηκτη και λειτουργική ενότητα και σχέση. Τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία , δεν αποτελούν καρπούς νοησιαρχικού στοχασμού, αλλά θεμελιώνονται εξολοκλήρου στη θεία αποκάλυψη και στην εμπειρία. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, με την ορθόδοξη παράδοση και εξετάζονται από κοινού, ως κοινή θεολογική σκέψη και ζωή. Ο θεολόγος δεν δύναται ούτε να εξετάσει την κάθε μια ξεχωριστά, αλλά ούτε και να χρησιμοποιεί την κατάφαση ανεξάρτητα από την απόφαση. Μια τέτοια θεώρηση, πέραν ότι τον απομακρύνει από την ορθόδοξη παράδοση, όπου η γνωσιολογία με την οντολογία συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται, εγκυμονεί θεσμικούς και δογματικούς κινδύνους. Η πρώτη και κύρια μορφή κινδύνου που γεννά η διαφορετική μελέτη της κατάφασης από την απόφαση, αφορά στην προσπάθεια εντοπισμού και καταγραφής των ιδιοτήτων του Θεού ως ανεξάρτητη προσέγγιση. Άμεσα ο διενεργών τη μελέτη, παγιδεύεται στις γνωσιολογικές προσεγγίσεις του θείου και αναζητά, σ αυτόν φυσικές ιδιότητες. Τότε ο Θεός δύναται να μεταβληθεί σε φυσικό ή μαθηματικό μέγεθος, που αιτιωδώς θα ερμηνεύεται αποκλειστικά με ποσότητες και αξιώματα καθώς και με ενδοκοσμικές παραδοχές κτισιολογίας.
Στην αντί πέρα όχθη, της επικινδυνότητας, παρουσιάζεται η αποσύνδεση και απομάκρυνση της αισθητής και νοητής ύπαρξης του θείου, επικρατώντας ένας άκρατος αποφατισμός. Η αυτή και ανέκφραστη μορφή, προσδίδει στο Θεό, μια ελλιπή αναγνωσιμότητα, κυρίως στα πρώτα στάδια του «θεολογείν» όπου τα ανθρώπινα δεδομένα δεν θα περιέχουν την εμπειρία των ορθοδόξων και θα είναι αδύνατο να ανταποκριθούν. Οι έννοιες της αγάπης, του θείου έρωτα, της προσκόλλησης και εμμονής στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό που οδηγεί στη θεοπτία, απομακρύνονται λόγω της αδυναμίας διείσδυσης στα όρια του επιστητού. Η γνώση διασπά το χαλινωτήριο λίκνο με την πράξη, η εμπειρία καταλαμβάνεται από νοητική ανυπαρξία με αποτέλεσμα η διαπροσωπική σχέση του ανθρώπου με το Θεό να ασθενεί.
Η έννοια της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας
Η έννοια του Θεού στη σχέση του με τον κόσμο ή ακόμη και στις εμπειρίες που έχουν με Αυτόν, είναι ο καταφατικός και αποφατικός τρόπος, με τον οποίο τις περιγράφουν. Η διάκριση μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστού κόσμου δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια οντολογική διάκριση, την οποία μπορεί ο θεολόγος να αποδεχθεί, χωρίς να συνειδητοποιήσει τις άμεσες και βαθύτερες γνωσιολογικές συνέπειες και προεκτάσεις της. Ωστόσο ο άκτιστος Θεός σχετίζεται με τον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών του .Έτσι γίνεται γνωστός από αυτές τις ενέργειες κατά την εκδήλωσή τους στην κτίση και στην ιστορία. Άλλα κατά την ουσία του, τη φύση και τον τρόπο των ενεργειών του, καθώς και τον τρόπο της υπάρξεώς του ως Αγία και ομοούσια Τριάδα, παραμένει τελείως υπερβατικός και απρόσιτος. Παραμένει λοιπόν γνωστός και άγνωστος. Αυτές οι δύο διαφορετικές όψεις του Θεού αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η θεολογία με τις δυο διαφορετικές και φαινομενικά αντίθετες οδούς, της κατάφασης και την απόφασης.
Το δογματικό πλαίσιο της αποφατικής και καταφατικής Θεολογίας
Έχοντας υπόψη του ο θεολόγος, ότι ο Θεός υπερβαίνει κάθε τελειότητα, αναλαμβάνει να του αποδώσει, εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σύμφωνα με τα οποία παρόλη την αγνωσία Του, θα αναγνωρίζεται (μορφή αναγνώρισης), ως το ύψιστο αγαθό. Η παραπάνω θεολογική προσέγγιση είναι φανερό ότι αποτελεί, όχι μόνο δυσβάσταχτη ευθύνη, αλλά επίπονο και δύσκολο έργο, δεδομένου ότι οι πηγές αποκάλυψης και περιγραφής Του θείου πλάσματος,όχι μόνο είναι αδύνατο να τις χωρέσει ανθρώπινος νους, αλλά ελλοχεύουν θεολογικά ατοπήματα όταν παρερμηνευτούν τα της θείας Αποκαλύψεως και Αγίας Γραφής. Για τον λόγο αυτό η διατύπωση των θείων ονομάτων είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός (καταφατική όψη), είτε αφορούν στο τι δεν είναι (αποφατική όψη), προκύπτουν από την αποστολική παράδοση, από θεοφώτιστους ανθρώπους, όπου η θεία χάρη τους έχει κυριεύσει. Αν ο θεολόγος με λογικές συνειρμικές ερμηνείες προσπαθήσει να αποδώσει τα «του Θεού» γνωρίσματα, κινδυνεύει να καταληφθεί από την θεωρεία των δυτικών σχολαστικών. Αν πάλι εκ παραδρομής αγνοήσει την καταφατική όψη του Θεού και απομονωθεί προς τον αποφατισμό, οδεύει προς την πλάνη και την υπερβολή. Η γνώση του Θεού, έχει αποφατικό και καταφατικό χαρακτήρα, και είναι τόση, όση εκείνος έχει επιτρέψει.

Βιβλιογραφία
Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1988) 203-210.
Μεταλληνός, Γεώργιος Δ., Σχέσεις καὶ αντιθέσεις . Ανατολή καὶ Δύση στὴν πορεία τοῦ Νέου Ελληνισμού,( Αθήνα, Εκδόσεις Ακρίτας, 1998)
Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη «Μυσταγωγία» τοῦ Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής (Αθήνα, Εκδόσεις Αποστολικὴ Διακονία, 1997)
Ρηγόπουλος Γ.Χ, Ιησούς Χριστός ο «Παράκλητος», Δελτίο Βιβλικών μελετών 57,τομ 1ος τεύχος 1ο ( Αθήνα εκδόσεις « ο άρτος της ζωής» 1971)
Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου,(Αθήνα Εκδόσεις Μπεργαδή, 2000)
Τρεμπέλα, Π. Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατικὴ Θεολογία : Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Σωτήρ, 1980)
Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες 5ου αιώνα,( Θεσσαλονίκη Εκδόσεις Πουρνάρα 1992)

Η παραπεμπτικότητα του κτιστού και του ακτίστου

Η παραπεμπτικότητα του κτιστού και του ακτίστου

του Κωνσταντίνου Λιθηρόπουλου, Μεταπτυχιακού Φοιτητή, εισήγηση στο Διεπιστημονικό Συνεδριο «Επιστήμη και Θρησκεία μεταξύ διαλόγου και πολεμικής»
2 Ιουνίου 2012, 19:34
1411 αναγνώσεις
Βρισκόμενος στην ευχάριστη θέση να λαμβάνω μέρος στο πρόγραμμα των μεταπτυχιακών σπουδών του Θεολογικού Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ και ειδικότερα στον τομέα της Χριστιανικής Γραμματείας, έλαβα την τιμητική πρόσκληση να εκπονήσω μια εισήγηση που να παρουσιάζει όσο το δυνατόν πιο σύντομα γίνεται, τη θέση των Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στο επιστημονικό κοσμοείδωλο. Πρόκειται για μια αρνητική στάση απέναντι στη γνώση; Λαμβάνουν τυχόν αποστάσεις ως προς την επιστημονική αλήθεια, που εκφράζεται την εποχή εκείνη; Τελικά επιστήμη και θρησκεία συγκρούονται; Θα πρέπει να φοβόμαστε και να ανησυχούμε, μήπως μια καλή πρωία, και ενώ είμαστε ανυποψίαστοι, θα ξυπνήσουμε και θα αντιληφθούμε πως η επιστήμη κατάφερε να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός; Ή μήπως θα πρέπει να εφησυχάζουμε στην τυχόν επιστημονική μας κατάρτιση, θεωρώντας ότι η θρησκεία και η πίστη στο Θεό είναι κάτι ξεπερασμένο, οπισθοδρομικό, και δεν συμβαδίζει με την μεταμοντέρνα αντίληψη, που πιθανότητα έχει καταντήσει να εκφράζεται, ως μια επικίνδυνη ιδεοληψία και εμμονή;

Όλα τα παραπάνω ερωτήματα θα απαντηθούν, και οι λύσεις θα δοθούν, όχι από εμάς, αλλά από Εκείνους, οι οποίοι βίωναν κάθε στιγμή την ύπαρξη της Θείας Χάρητος. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Άραγε αυτοί οι Άγιοι, που αποτέλεσαν τους στύλους της Ορθόδοξης Χριστιανικής Διδασκαλίας, τί σχέση θα μπορούσαν να είχαν με τα επιστημονικά δρώμενα της εποχής στην οποία έζησαν;

Βιογραφικά
Πριν αρχίσουμε λοιπόν, να μιλάμε για τη διδασκαλία τους, περί της επιστημονικής γνώσης, σε συνάρτηση με το διαρκές βίωμα των χαρισμάτων του Αγ. Πνεύματος, καλό θα ήταν να γνωρίσουμε πρώτα το μορφωτικό επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν και να τους τοποθετήσουμε ιστορικά, γνωρίζοντας έτσι, σε ποιό επίπεδο είχαν αναπτυχθεί οι επιστήμες. Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 και εκοιμήθη το 378. Μετέβηκε το 345 στην Καισάρεια για χάρη των σπουδών. Έπειτα βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον μεγάλο δάσκαλο Λιβάνιο. Το 352 καταφθάνει στην Αθήνα, και γράφεται στη σχολή του διαπρεπούς χριστιανού καθηγητού Προαιρεσίου. Ο κύκλος των επιστημονικών σπουδών του περιλάμβανε ένα ευρύ πρόγραμμα μαθημάτων. Μερικά από αυτά ήσαν, η ρητορική, η κορωνίδα των επιστημών τότε, η φιλολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία, τα μαθηματικά, και η ιατρική. Με άλλα λόγια πρόκειται, χρησιμοποιώντας τον όρο του Διαφωτισμού, για τον Homo Universalis, τον λεγόμενο δηλαδή "καθολικό άνθρωπο" που κατέχει όλη την επιστημονική γνώση της εκάστοτε εποχής.(1) 

Παρατηρώντας την κατάρτιση των Πατέρων διαχρονικά και μεταβαίνοντας στον Αγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, ο οποίος γεννήθηκε το 680 και πέθανε το 790, θα μπορούσαμε να πούμε ότι: ακολούθησε το πρόγραμμα της εγκύκλιου παιδείας της εποχής κοντά στον δάσκαλο και μοναχό Κοσμά. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα περιελάμβανε τα εξής μαθήματα: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, ρητορική, διαλεκτική και ηθική κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη και μετά θεολογία.(2)

Τέλος όσων αφορά έναν πιο πρόσφατο Πατέρα της Εκκλησίας μας, τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος γεννήθηκε το 1749 και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο το 1809 γνωρίζουμε ότι, έμαθε τα πρώτα του γράμματα κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Μετέπειτα όχι μόνο το οικογενειακό του περιβάλλον τον παρακινεί, αλλά και ο ίδιος δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με την αμέριστη συμπαράσταση του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο πολύ ξακουστός την εποχή εκείνη Ιερόθεος Βουλισμάς. Σ’ αυτή την περίοδο των σπουδών του είχε συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτο τον Ζ΄ και Γρηγόριο τον Ε΄. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα. 

Καθίσταται επομένως σαφές ότι και οι τρεις αυτοί Πατέρες στους οποίους και θα αναφερθούμε εκτενέστερα, διατέλεσαν διαπρεπέστατοι επιστήμονες και μαθητές πολύ σπουδαίων δασκάλων της εποχής τους. Η επιλογή των τριών αυτών γίνεται, διότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε πιο διαχρονικά και πιο σφαιρικά την πατερική σκέψη.
Διάκριση κτιστού και ακτίστου

Με αφορμή τον τίτλο της παρούσας εισήγησης καλό θα ήταν να κάνουμε μια σαφή διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Στήριγμα μας και αφετηρία μας θα αποτελέσει πρωτίστως η Αγία Γραφή και η Πατερική Σκέψη, η οποία φυσικά και στηρίζεται στην πρώτη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο λοιπόν, δύο πράγματα υπάρχουν: η θεότητα και η κτίση. Τόσο στην Καινή, όσο και στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε ένα Θεό δημιουργό ο οποίος είναι ο χορηγός του είναι, της κίνησης της ζωής και κάθε προαγωγής των κτισμάτων. Πουθενά δεν υπάρχει η υπόνοια, ότι ο Θεός μπορεί να δαπανηθεί, ενώ από την άλλη πλευρά η δημιουργία διαρκώς εξαντλείται και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται πλήρωση, στηριγμό και χορηγία ενέργειας (3). Αυτός είναι ο βιβλικός κόσμος: Θεός και δημιουργία. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στη δούλη πραγματικότητα και στον κυρίαρχο και ζωοδότη Θεό.

Η άποψη αυτή είναι όμως άγνωστη στους μονιστές και διαρχικούς του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Πλάτωνας ως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της διαρχικής φιλοσοφίας εισάγει όχι μόνο δύο αυτόνομους κόσμους, τον αισθητό και τον νοητό, αλλά επιπροσθέτως κάνει λόγο συνεχώς για ύλη και πνεύμα, σώμα και ψυχή (4). Η διάκριση αυτή του Έλληνα φιλοσόφου στηρίζεται στην αρχή της αυθυπαρξίας των δύο κόσμων: του αισθητού και του νοητού. Ο πρώτος είναι, ένα ρέον γίγνεσθαι, δίχως όμως να ισχύει η ταυτότητα Α=Α. Ο δεύτερος είναι, από την άλλη πλευρά ανώλεθρος, άφθαρτος και αθάνατος. Στη διαρχική φιλοσοφία δεν υπάρχει η δημιουργίας εκ του μη όντος. Ο Πλάτωνας αποκαλεί στον Τίμαιο το θεό ποιητή, δημιουργό και πατέρα, όμως η αντίληψη που κυριαρχούσε στη σκέψη του ήταν, ότι καμιά άλλη δημιουργία δεν υφίσταται εκτός από αυτή που πραγματώνει ο άνθρωπος.

Επομένως η διάκριση κτιστού και ακτίστου επιφέρει αλλαγές σε σχέση με τα όσα πίστευαν μέχρι τότε οι φιλόσοφοι. Το αυθύπαρκτο ζευγάρι γεννητό και αγέννητο που είναι το σημείο κλειδί της διαρχικής φιλοσοφίας, αντικαθίσταται από τη θεολογική σκέψη από το ζευγάρι κτιστό-άκτιστο. Στο πρώτο ζευγάρι το γεννητό δεν είναι μόνο αυθύπαρκτο, αλλά και ριζικά αντίθετο προς το νοητό κόσμο, δηλαδή προς το αγέννητο. Στο δεύτερο το κτιστό δεν είναι αυθύπαρκτο σε καμιά περίπτωση, διότι περιέχει όλα τα αισθητά και τα νοητά κτίσματα. Είναι στην ουσία του ριζικά διαφορετικό από το άκτιστο. Από το οποίο εξαρτάται μέσω της ενεργειακής σχέσης Θεού και κτισμάτων. 

Όλη η δημιουργία, από τους ανθρώπους μέχρι τους αγγέλους ακόμα και όλα τα άψυχα που μας περικλύζουν υπόκεινται στο νόμο της κτιστότητας. Η κτιστότητα αυτή σημαίνει ότι τα πάντα, αισθητά και νοητά, μπορούν να αλλοιωθούν γιατί τα πάντα εξελίσσονται. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως υπάρχουν δύο μορφές αλλοιώσεων: πρόκειται για την καλή αλλοίωση, δηλαδή την προαγωγή και την πρόοδο και την κακή αλλοίωση, που τείνει να οδηγεί τα πάντα ως τον εκμηδενισμό(5). Κτιστότητα επομένως σημαίνει, αλλοίωση και εξέλιξη του νοητού κόσμου.

Ο νόμος της σχετικότητας επιβάλλεται από την κτιστότητα. Τα πάντα είναι σχετικά. Μόνο ο άκτιστος Θεός είναι απόλυτος. Όλα τα όντα υπόκεινται στο νόμο της αλλοίωσης, όμως υπάρχει ποικιλία όσων αφορά τη δεκτικότητα ως προς τα χαρίσματα που μας προσφέρει απλόχερα ο ζωοδότης Θεός. Οι ψυχές και οι άγγελοι είναι άυλα και ασώματα όντα σε σχέση με τα υλικά και τα σωματικά. Σε σχέση με το Θεό είναι και αυτά υλικά και σωματικά. Μόνον ο Θεός είναι ασώματος και άυλος. 

Προέκταση αυτής της διάκρισης κτιστού και ακτίστου αποτελεί και η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας. Η άκτιστη θεότητα δεν παραμένει ακίνητη και αφηρημένη σε μια νοητή και ιδεατή πραγματικότητα, αλλά κάνει φανερή την παρουσία της στον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών της. Το κτιστό δεν μπορεί να μετέχει της ουσίας του Θεού, ούτε καν να την γνωρίζει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι πατέρες της Εκκλησίας, δεν μπορούμε να κοιτάξουμε με τα μάτια μας τον ήλιο, γιατί θα τυφλωθούμε εξ’ αιτίας της λάμψης του. Αντιλαμβανόμαστε όμως την παρουσία του διαμέσου των ενεργειών του δηλαδή, το φως, τη θερμότητα, τη λάμψη κ.τ.λ. Το ίδιο ισχύει και ως προς τη σχέση ουσίας και ενέργειας. Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε την ουσία του Θεού, τον αντιλαμβανόμαστε όμως ανά πάσα στιγμή διαμέσου των ενεργειών του.

Ομιλία του Μ. Βασιλείου, "εις την Εξαήμερο"


Την ομιλία αυτή εκφώνησε ο Μέγας Βασίλειος, σε άγνωστο για εμάς έτος. Πιθανότητα να εκφωνήθηκε το 370. Πληροφορούμαστε όμως, πως ο λόγος εις την Εξαήμερο, αναγνώσθηκε από άμβωνος εντός πέντε ημερών και σε περίοδο νηστείας. Απευθυνόταν σε χειρώνακτες, που άκουγαν τον άγιο να ομιλεί το πρωί, πριν πάνε στις εργασίες τους, και τον βράδυ μετά την εργασία τους,

Το κύριο θέμα που καταπιάνεται ο μεγάλος αυτός το Πατέρας της Εκκλησίας μας είναι η δημιουργία του κόσμου. Στο έργο αυτό παρατηρούμε το αρμονικό δέσιμο και τη λειτουργική ενότητα επιστημονικών, φιλοσοφικών και θεολογικών στοιχείων. Είναι λάθος να στηριζόμαστε σε μια κοντόφθαλμη εντύπωση σύμφωνα με την οποία έργα όπως η Εξαήμερος απευθύνονται, σε μια άλλη εποχή. Η χρήση των επιστημονικών και φιλοσοφικών γνώσεων, δεν γίνεται σε αυτό το σημείο από τον Μ. Βασίλειο με σκοπό να επαληθευτούν τα βιβλικά κείμενα, αλλά μονάχα να διαφωτιστούν καλύτερα και να συμπληρωθούν σε ορισμένα σημεία. Δεν μένει μόνο στην απλή επανάληψη των βιβλικών χωρίων, αλλά τα προεκτείνει και τα συμπληρώνει, με ένα είδος ευπροσάρμοστης γλώσσας, μέσα στα πλαίσια της μέχρι τότε περιρρέουσας επιστημονικής και φιλοσοφικής ατμόσφαιρας.

Τα βιβλικά κείμενα κατά την πατερική θεολογία αποτελούν υπομνήματα μιας ιστορίας που συνεχίζεται ως την τελείωση της κτίσης. Κτίση και ιστορική πραγματικότητα συμβαδίζουν σε μια ενιαία ενότητα. Η πατερική θεολογία δίνει προτεραιότητα όχι στα κείμενα, αλλά στην ιστορική συνέχεια των πραγμάτων. Το κτιστό δεν είναι αυτό που μεταβάλλεται, δίχως να έχει ταυτότητα, δεν είναι αποκύημα μιας νοσηρής ίσως φαντασίας ή κάποιου από τα πολλά φιλοσοφικά συστήματα, αλλά είναι αυτό που προέρχεται από το μη ον μέσω της θείας βούλησης.

Ο λόγος των όντων λοιπόν στην πατερική θεολογία, ως θελήματα της θείας βούλησης, αποτυπώνονται σ’ όλη την κτίση και η εξάρτηση των κτιστών όντων καθορίζεται από τη δυναμική πορεία του κτιστού προς το άκτιστο, κατά τα στάδια της τελείωσης και όχι σε κλειστά αρχέτυπα ή κλειστούς τύπους.

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι όλη η δημιουργία εξελίσσεται δυναμικά κατά την τελείωσή της προς το Θεό. Ο σημερινός αναγνώστης που, τυγχάνει να διαβάζει την Εξαήμερο αντιλαμβάνεται ότι ο τρόπος της δημιουργίας είναι αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας. Από την Αγία Γραφή πληροφορούμαστε, για το ποιος δημιούργησε τον κόσμο. Ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης αναφέρει πως σύμπαν και ζωή εξελίχθηκαν κατά τις επιμέρους εκφάνσεις από τις πρώτες αιτίες, δυνάμεις και αφορμές που κατέβαλε ο Θεός «εν ακάρει» κατά την έναρξη της δημιουργίας. Αυτό μας θυμίζει έντονα τη θεωρία της μεγάλης έκρηξης (Big Bang).

Στο παρόν έργο λοιπόν υπομνηματίζει και επεκτείνει κυρίως το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης. Στόχος των όσων διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως είναι να διαχωριστούν τυχόν ειδωλικές και φυσικές θεότητες, από το Θεό και την ενέργειά του, σε όλη τη δημιουργία (6). Η επιστημονική και φιλοσοφική γλώσσα δεν φαίνεται να τον απομακρύνει από το καθαρά βιβλικό περιβάλλον. Επιπροσθέτως στο βιβλικό κείμενο γίνεται σαφής και επίμονη πολεμική προς κάθε είδους διαρχίας μυθικής ή ακόμη και φιλοσοφικής. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως, τα πάντα είναι καλώς καμωμένα. 
Στο κείμενο της Γένεσης οι φάσεις της δημιουργίας αριθμούνται σκόπιμα σε έξι. Ο Μ. Βασίλειος κάνει τις προεκτάσεις της αρίθμησης. Η διήγηση δικαιολογεί την εξαήμερη εργασία από μέρος του Θεού και κατόπιν την λατρείας του Σαββάτου(7). Η έβδομη μέρα είναι, ο χρόνος της κτίσης και της χριστιανικής ζωής. Η όγδοη μέρα είναι ατέλευτη.
Κάνει λόγο για δημιουργία του φωτός την πρώτη μέρα, τον ήλιο όμως τον θέλει σκόπιμα την τέταρτη μέρα, μετά την εμφάνιση του φυτικού βασιλείου. Με την άποψη αυτή στρέφεται ενάντια στην ειδωλολατρία, και ποιο συγκεκριμένα στη λατρεία του θεού Ήλιου, όπως αυτή εκφραζόταν μέχρι τότε. Κάνοντας επομένως μια σύντομη αξιολόγηση οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η παρουσία του Ήλιου είναι σαν μια φωτιστική λάμπα και τίποτα περισσότερο. Έτσι καθίσταται σαφές ότι τα βιβλικά κείμενα είναι αντιηλιολατρικά.

Η ελληνική πατερική παράδοση, μολονότι δεν είχε ως αντίκρισμα σκέψης και πρόκλησης μιας παρόμοιας με τη σημερινή φιλοσοφία της ιστορίας, μήτε τη μέθοδο της ιστορικοκριτικής έρευνας, κατόρθωσε κατά θαυμάσιο τρόπο να αναχωνεύσει το πολιτιστικό περιεχόμενο της ελληνικής κληρονομιάς και να δει τα βιβλικά κείμενα, τόσο ιστορικά και εσχατολογικά όσο και κοσμολογικά ή καλύτερα θα λέγαμε «κτισιολογικά»(8). Η Εξαήμερος παρουσιάζει έντονα κοσμικά περιγράμματα. Η θεολογία των πατέρων τονίζει τον εσχατολογικό παράγοντα, αφού προβάλλεται η κατ’ ανάγκη εξέλιξη του κτιστού από το Α της δημιουργίας ως το Ω της τελείωσης.

Από τον Αριστοτέλη ως τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και εφεξής επιστημονικές και φιλοσοφικές γνώσεις όλου του επιστητού, φυσικού και πνευματικού, συγκεντρώνονται επιμελημένα, συγκροτούνται και αρχιτεκτονούνται σε μια πυραμίδα, όπου στην κορυφή κατά την αρχαιότητα βρίσκεται η φιλοσοφία και κατά τους βυζαντινούς χρόνους η θεολογία. Η θεολογία είναι αυτή όμως, που ακολουθεί με απόλυτη συνέπεια τη βιβλική άποψη για την αθεΐα «είπε άφρων εν την καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός»(9). Διότι αφροσύνη σημαίνει μια οργανική δυσλειτουργία στην όλη ύπαρξη με διάβρωση πρωταρχική, της καρδιάς.

Κατά το μυθικό κοσμοείδωλο, οι αντιλήψεις εκείνες της αρχαιότητας, ακόμα και του Μεσαίωνα, κατά τις οποίες η γη αποτελεί το κέντρο του κόσμου, ενώ παράλληλα είναι ακίνητη και μέσα σε στατικά περιγράμματα. Κυριαρχούσε η αντίληψη πως, πάνω βρίσκεται ο ουρανός και κάτω τα καταχθόνια. Βασικό χαρακτηριστικό του μυθικού κοσμοειδώλου είναι η ταύτιση κοσμογονίας και θεογονίας. Μόλις εμφανίζονται οι θεότητες, τότε κάνει την εμφάνισή του ο κόσμος. Ουρανός, γη, φωτιά, νερό, αέρας και επιμέρους ουράνιες και γήινες περιοχές αποτελούν θεότητες. Το μυθικό κοσμοείδωλο είναι αυτό που βάζει τη σφραγίδα του στην καθημερινή ζωή και στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Για τον Μέγα Βασίλειο το κοσμοείδωλο είναι αποειδωλοποιημένο. Δεν υπάρχει τίποτα το απόλυτο, ούτε σε φυσική, κοινωνική ή πνευματική περιοχή. Σφύζει θα λέγαμε στην Εξαήμερο ένας απερίγραπτος δυναμισμός. Ο δυναμισμός αυτός γίνεται ξεκάθαρος και ενδυναμώνεται διαμέσου της χριστιανικής πίστης. Η θεολογία θα λέγαμε επίσης πως θα συμφωνούσε με την άποψη του Αϊνστάιν ότι: "ο Θεός δεν παίζει κύβους στο σύμπαν, γιατί είναι δημιουργός μιας φυσικής τάξης". Παρόλο που πιο σωστό θα ήταν να συμπληρώναμε το γεγονός ότι, είναι δημιουργός όχι μόνο μιας τάξης, αλλά και πολλών άλλων.

Έκδοσης ακριβής της ορθοδόξου πίστεως

Μεταφερόμενοι κατά τον όγδοο αιώνα που έζησε και έδρασε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η Εκκλησία είχε ήδη υποφέρει από πολλά δεινά. Αξιοσημείωτο του βιβλίου του αγίου Ιωάννου αποτελεί το γεγονός ότι τα αγιογραφικά χωρία είναι συντριπτικά περισσότερα από τα αποσπάσματα πατερικών κειμένων (10). Στην αντίληψη περί της δημιουργίας του κόσμου συμφωνεί με τον Μέγα Βασίλειο, καθότι μας περιγράφει ποιος έπλασε τον κόσμο και όχι τόσο πως έγινε. Χρησιμοποιεί ένα πολύ απλό και συνάμα πολύ λογικό τρόπο σκέψης, γιατί μας λέει πως από τη στιγμή που κάτι είναι τρεπτό, άρα είναι και κτιστό, δημιουργήθηκε από κάποιον και επομένως ο δημιουργός είναι άκτιστος(11).

Με ένα ακόμα λογικό επιχείρημα έρχεται να μας αποδείξει πως υπάρχει μόνο ένας Θεός, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, εάν υπήρχαν πολλοί, θα είχαν διαφορές μεταξύ τους, επομένως που είναι και η τελειότητα; Η διδασκαλία περί ουρανού και γης συνεχίζεται με την εκ του μη όντος δημιουργία.

Μιλώντας για την κίνηση του ουρανού μας, την περιγράφει ως κυκλική και σφίγγει μέσα του όσα περιέχει και έτσι μένουν τα πάντα πάγια και σταθερά. Όπως ξεκάθαρη είναι και η διάκριση του ουρανού σε επτά ζώνες. Οι πλανήτες κινούνται αντίθετα στον ουρανό, ενώ σε κάθε ζώνη του ουρανού υπάρχει ένας από τους επτά πλανήτες. Η γενικότερη ανάλυση των άστρων και των ζωδιακών κύκλων που φανερώνει, στο έργο του ο Αγ. Ιωάννης σχετικά με τους πλανήτες υποδηλώνει μια βαθιά γνώση σε θέματα αστρονομίας, της εποχής εκείνης βέβαια. 

Επίσης διαβάζοντας το έργο του Αγ. Ιωάννου παρατηρούμε και το ενδιαφέρον της πατερικής σκέψης για τη φύση και τη δημιουργία γενικότερα. Γίνεται λόγος για τα ζώα και πώς αυτά δημιουργήθηκαν από το Θεό, προκειμένου να είναι στη διάθεση του ανθρώπου, ενώ αυτός από μέρους του πρέπει, να τα προσέχει και να τα προστατεύει (12). Ακόμα και τα θηρία, δεν είναι άχρηστα για τον άνθρωπο, επειδή τον εκφοβίζουν. Τέλος και τα αγκάθια που φύτρωσαν στη γη εξ’ αιτίας της δημιουργικής ενέργειας του Κυρίου, μετά την πτώση, με αυτόν τον τρόπο συνδέθηκαν στενά με την απόλαυση του τριαντάφυλλου, κάνοντάς μας μια συνεχή υπενθύμιση της παράβασής μας και της ανυπακοής μας έναντι στον Ποιητή των πάντων, για την οποία και η γη καταδικάστηκε να βγάζει αγκάθια και τριβόλια.
Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον: περί της φυλακής των πέντε αισθήσεων

Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδυασμού επιστημονικού κοσμοειδώλου και χριστιανικής πίστης αποτελεί το απόσπασμα του οσίου Νικοδήμου, στο οποίο μας περιγράφεται λεπτομερώς ο τρόπος με την οποίο λειτουργεί η καρδιά μας. Επομένως οι γνώσεις περί ανατομίας και ιατρικής θεωρούνται δεδομένες. Μας γίνεται μια πιστή αναπαράσταση για πως λειτούργει η καρδιά, από ποια μέρη αποτελείται, πόσα λίτρα αίμα έχει το σώμα μας κ.τ.λ(13). Παρόλα αυτά και ενώ στρέφεται στην γνώση της εποχής του, συνδυάζει όλα τα παραπάνω με την καρδιά ως κέντρο φυσικό, και η ουσία της ψυχής στην καρδιά βρίσκεται ουσιαστικά. Συνεχίζοντας διαβάζουμε πως είναι κέντρο παραφυσικό και υπερφυσικό. Υπερφυσικό, γιατί η υπερφυσική χάρη του Θεού, την οποία και λάβαμε διά του αγίου βαπτίσματος, στην καρδιά βρίσκεται, ωσάν σε καθέδρα ή θρόνο. Είναι από την άλλη πλευρά και ένα κέντρο παραφυσικό, διότι όλα τα παρά φύσιν πάθη, και όλοι οι βλάσφημοι, και υπερήφανοι, και αισχροί και πονηροί λογισμοί και όλες οι κακές επιθυμίες και κλίσεις ορέξεις έχουν αναφορά τους στην καρδιά.

Κινούμενοι στο πλαίσιο προσέγγισης της πατερικής άποψης μπορεί ένας γιατρός διαβάζοντας σήμερα το κείμενο του Αγίου Νικοδήμου να βρει αναχρονισμούς, να το βρει ξεπερασμένο ιατρικά και να βαλθεί να το διορθώσει, παρόλα αυτά η προοπτική που μας τα αναφέρει σε όλα αυτά δεν είναι άλλη από την εσχατολογική. Είναι ένα ακόμα τρανό παράδειγμα, του τρόπου χρήσης των επιστημών από την πλευρά των πατέρων της εκκλησίας και πως εντάσσονταν αυτή η χρήση σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα είχε μόνο μια προοπτική, αυτή της σωτηρίας.
Συμπεράσματα

Οι θετικοί επιστήμονες, αστροφυσικοί και άλλοι κάνουν λόγο για το λεγόμενο ανθρωπικό αξίωμα (anthropical principle),σύμφωνα με το οποίο, όλο το σύμπαν είναι δομημένο στα μέτρα του ανθρώπου. Συμπληρωματικά μπορούμε να αναλογιστούμε και τον προβληματισμό του Αϊνστάιν ο οποίος έλεγε: δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο ο κόσμος είναι καμωμένος με τέτοιο τρόπο που να μπορώ να τον καταλάβω. Στην περίπτωσή μας ο βιβλικός Θεός βιώνεται, μέσω της πείρας με τρία άκρως βασικά χαρακτηριστικά. 

Πρώτον, ενώ είναι πάντα υπερβατικός συνάμα είναι και συνδεδεμένος ενεργειακά με ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Ο υπερβατικός Θεός απέχει από τον κόσμο φύση και ουσία και όχι τόπο και χρόνο. Δεύτερον τίποτα δεν παρεμβάλλεται, ως μεσάζουσα πραγματικότητα, μεταξύ Θεού και κόσμου. 

Τρίτον ο βιβλικός Θεός, είναι πάντοτε ουσιοποιός και ζωοδότης στην κτίση και την ιστορία, είναι κινητικός, κοινωνικός και ιστορικός. Μέσω των ενεργειών του, τέλος συνάπτει διαπροσωπικές σχέσεις με τα λογικά του κτίσματα. Δημιουργία και χρόνος είναι συνδεδεμένα άμεσα, καθότι, σύμφωνα με όρους της άλγεβρας, η αιωνιότητα είναι σαν μια ευθεία που έχει αρχή και δεν έχει τέλος. O χρόνος θεωρείται ευθύγραμμο τμήμα, καθότι έχει αρχή, ενώ θα έχει και τέλος, ενώ για το Θεό όλα όσα συζητάμε είναι σαν μια ευθεία, μα και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι μια ευθεία δεν έχει ούτε αρχή, αλλά ούτε και τέλος.

Είθε η σκέψη των αγίων μας περί των επιστημών να αποτελέσει οδηγό φάρο ως προς την κατεύθυνση των σπουδών μας, διότι τελικά επιστήμη και θρησκεία δεν βρίσκονται σε μια διαρκή ρήξη όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά σε μια διαρκή αγαστή και παροιμιώδη συνεργασία. 

Υποσημειώσεις

1. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Δ’, σ.21, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2006.
2. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Ε’, σ.312, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2006.
3. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 104, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
4. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 105, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
5. Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σ. 109, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1997.
6. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 26, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
7. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 29, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
8. Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, σ. 44, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 1990.
9. Ψαλμ. 13.
10. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.17, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
11. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.35, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
12. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, σ.141 εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2007.
13. Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, σ.302, Αθήνα, εκδ. Νεκτάριος Παναγώπουλος, Αθήνα 1999.

Βιβλιογραφία

• Βασίλειος ο Μέγας, Εξαήμερος ,Θεσσαλονίκη, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1973.
• Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και απολύτρωση, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2004, σ.11-91.
• Δημήτριος Τσάμης, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2005, σ. 20-39 και 83-91.
• Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 2007.
• Νικόδημος ο Αγιορείτης, Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, Αθήνα, εκδ. Νεκτάριος Παναγώπουλος, 1999, σ.301-306.
• Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, Θεσσαλονίκη, εκδ. Π. Πουρναράς, 1997, σ. 59-68 και 103-132.
• Νικόλαος Ματσούκας, Επιστήμη, Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη, εκδ Π. Πουρναράς, 1990.
• Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Δ’ Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυρομάνος, 2006, σ. 20- 34.
• Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τ.Ε’ Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυρομάνος, 2006, σ. 312- 316.
- See more at: http://www.amen.gr/article9516#sthash.ro5yJkWW.dpuf