Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Οἱ πειρασμοί τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου



ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

 Ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁ Μ. Ἀντώνιος δοκίμασε φοβερούς πειρασμούς, Ὁ διάβολος τοῦ ψιθύριζε:

-      Ἀντώνιε, τί θά πεῖ ἀσκητική ζωή; Ξέχασες τά πατρικά σου κτήματα, τούς συγγενεῖς, τά πλούτη, τήν δόξα, τίς ἀνέσεις; Δέν ξέρεις ὅτι ἔχεις κι ἐσύ δικαιώματα στήν ζωή; Ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι δύσκολος καί σχεδόν ἀκατόρθωτος; Ὅτι τό σῶμα σου εἶναι ἀσθενικό καί δέν θά ὑποφέρει τήν πολλή κακοπάθεια;

Ἄλλοτε πάλι τοῦ τάραζε τήν σκέψη στίς ὧρες τοῦ ὕπνου μέ ἀνήθικους λογισμούς. Ἔπαιρνε ἀκόμη διάφορες μορφές ἀσέμνων γυναικῶν, γιά νά τόν ὁδηγήσῃ στήν ἀκολασία, ἤ ἀγρίων θηρίων, γιά νά τοῦ προκαλέσῃ πανικό.
Σέ ὅλα αὐτά ὁ ὅσιος πολεμοῦσε μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν κακοπάθεια, τίς ἅγιες σκέψεις πού ἐξύψωναν τόν νοῦ του στόν Χριστό. Σκέψεις γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τήν μέλλουσα κρίση, τήν αἰώνια μακαριότητα τῶν ἁγίων καί τήν ἀτελεύτητη κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔσβηναν τίς φλόγες τῶν πειρασμῶν καί τόν ἐλευθέρωναν ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Κάποτε μαζεύτηκαν πολλοί δαίμονες μέσα στήν νύχτα κοντά στό ἀσκητήριο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καί ἔκαναν τέτοιο θόρυβο πού νόμιζε κανείς ὅτι καταστρεφόταν τό σύμπαν. Τοῦ φάνηκε ὅτι γκρεμίστηκε τό καλύβι του καί πώς ἀπό παντοῦ ὁρμοῦσαν ἀγριεμένα θηρία.
Ὁ τόπος γέμισε λιοντάρια, ἀρκοῦδες, πάνθηρες, ταύρους, λύκους, φίδια καί σκορπιούς. Τό κάθε θηρίο ἐνεργοῦσε μέ τόν δικό του τρόπο. Τό λιοντάρι βρυχόταν ἕτοιμο νά ριχθῇ στό θῦμα του. Ὁ ταῦρος πρότεινε τά κέρατά του. Ὁ λύκος τεντωνόταν γιά νά ὁρμήσῃ. Τό φίδι σερνόταν κοντά του. Ὅλα ἔκαναν ἕνα τρομακτικό θόρυβο.
Σέ λίγο ἄρχισαν τά δαγκώματα καί τά χτυπήματα. Ὁ ἅγιος ἔνιωθε φοβερό σωματικό πόνο. Ἡ ψυχή του ὅμως δέν λύγισε. Ἐνῶ στέναζε ἀπό τόν πόνο, ἀπευθύνθηκε στούς ἐχθρούς:
-      Ἐάν εἴχατε πραγματική ἐξουσία πάνω μου, θ’ ἀρκοῦσε ἕνα θηρίο γιά νά μέ θανατώσῃ. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός μου σᾶς ἔχει συντρίψει, προσπαθεῖτε νά μέ φοβίσετε μέ τό πλῆθος σας.
Οἱ ἐχθροί ἔτριξαν τά δόντια καί ἐξαφανίσθηκαν.
Οἱ δαίμονες μακάρισαν κάποτε τόν Μέγα Ἀντώνιο, γιά νά τόν ρίξουν στήν ὑπερηφάνεια, καί αὐτός ἀμέσως τούς καταράστηκε.
Ἄλλη φορά τοῦ προφήτευσαν πλημμύρα τοῦ Νείλου, καί αὐτός τούς ρώτησε:
-      Καί σᾶς, τί σᾶς νοιάζει;
Ἄλλη φορά τοῦ παρουσιάσθηκαν σάν ἀγριεμένοι πάνοπλοι στρατιῶτες, καί αὐτός ἄρχισε νά ψάλλῃ:
“Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις· ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα”.
Ἄλλη φορά ἦρθαν μέ φωτεινή μορφή λέγοντας:
-      Ἤρθαμε νά σοῦ φέξουμε!
Ἐκεῖνος ἔκλεισε τά μάτια καί ἄρχισε τήν προσευχή, μέχρις ὅτου ἔφυγαν ντροπιασμένοι.
Κάποτε παρουσιάσθηκε στόν Μέγα Ἀντώνιο ὁ διάβολος σάν ἕνας μεγαλοπρεπής γίγαντας καί τοῦ εἶπε:
-      Ἐγώ εἶμαι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ! Τί θέλεις νά σοῦ χαρίσω;
Σέ καιρό νηστείας ὁ διάβολος πλησίασε τόν Μέγα Ἀντώνιο μέ μορφή μοναχοῦ κρατώντας ψωμιά καί τοῦ  εἶπε:
-      Ἀδελφέ, φάγε τώρα καί ἄσε τίς ὑπερβολές. Θ’ ἀρρωστήσῃς καί τί θά γίνῃς;
Ὁ ὅσιος ἄρχισε τότε τήν προσευχή καί ὁ πανοῦργος διάβολος σάν καπνός βγῆκε ἀπό τήν πόρτα καί χάθηκε.

 Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

 ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά  Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Η κοινωνική φύση της ασκητικής ησυχίας.Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κορναράκης


Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κορναράκης  
Είναι αλήθεια ότι η σκληρή θέση του ασκητού μπροστά στην ανθρώπινη συντυχία προκαλεί μια ποικιλία αντιφατικών και «αναπληρωματικών» αντιδράσεων μέσα στον ψυχικό κόσμο του τεχνολογικού ανθρώπου της εποχής μας!
Και πρώτα-πρώτα ο σύγχρονος άνθρωπος, που καταδικάζει αδυσώπητα τη σκληρή αυτή ασκητική θέση, ενδέχεται να βιώσει μια συγκλονιστική έκπληξη, εάν θα επιχειρούσε να αναλύσει τη δική του κοινωνικότητα. Γιατί, όπως μας αποκαλύπτει η ψυχολογία, ό,τι πολεμά κανείς έντονα, ό,τι απορρίπτει επίμονα, έχει μια εξάρτηση από το βαθύτερο εσωτερικό του κόσμο. Η έπιθετικότης, σαν ψυχαναγκαστική λειτουργία, επιβεβαιώνει την προσκόλληση του ανθρώπου σ’ αυτό κατά του οποίου επιτίθεται. Έτσι όσο αποκρουστική φαίνεται στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου η σκληρή μοναξιά του ασκητικού βιώματος, τόσο περισσότερο προδίδεται μια κάποια βαθύτερη σχέση του με τη μοναξιά αυτή. Γι’ αυτό θα ερωτούσε κανείς μήπως άραγε, όταν καταδικάζει ο σύγχρονος άνθρωπος την ασκητική ησυχία, καταδικάζει την προσωπική του μόνωση που κρύβει ασυνείδητα μέσα στο απύθμενο βάθος της ατομικής του υποστάσεως; Η ψυχολογική λειτουργία της απωθήσεως και της προβολής ασυνειδήτων ψυχικών περιεχομένων μπορεί να βοηθήσει τον σύγχρονο άνθρωπο να ξεκαθαρίσει τις συγκεχυμένες καταστάσεις που κλείνει μέσα του.

Αν η εξωτερική ψυχική πορεία του σύγχρονου τεχνολογικού ανθρώπου είναι «φυγόκεντρος», δηλ. έντονα εξωστρεφική, το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του πάσχει από συσσώρευση απωθούμενων επιθυμιών που έχουν ένα «κεντρομόλο» χαρακτήρα, δηλ. εσωστρεφικό. Έτσι όταν ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται να καταδικάσει τη σκληρότητα της ασκητικής ησυχίας, «διαλέγεται» κατ’ ουσίαν με το ασυνείδητο μέρος της προσωπικότητάς του, με την απωθούμενη εσωστρεφική του διάθεση. Εφ’ όσον δε την απωθεί, σημαίνει ότι την μισεί, γιατί αυτό του επιβάλλει η εξωστρεφική ένταση της σύγχρονης κοινωνικότητας. Αλλά και την επιθυμεί γιατί αντιλαμβάνεται ασυνείδητα τη λυτρωτική της λειτουργία.
Εξάλλου ποιός κατακύρωσε τελεσίδικα στην προσωπικότητα του σύγχρονου ανθρώπου την κοινωνικότητα σαν αυθεντικό και πηγαίο χαρακτηριστικό της; Είναι βέβαια αλήθεια ότι η επίφαση της σύγχρονης ζωής έχει ένα έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Ποιός όμως θα μπορούσε να αποδείξει τη γνησιότητα του χαρακτήρος αυτού;
Η αναμφισβήτητη τραγική καθημερινότητα του σύγχρονου βίου παρέχει αβίαστα πληθωρικές μαρτυρίες μιας συγκλονιστικής μονώσεως του σύγχρονου ανθρώπου. Η τεχνολογική πρόοδος προάγει μια κοινωνικότητα ακριβώς «τεχνική», «μηχανική» που σε πολλές περιπτώσεις διαφθείρει τα ανθρώπινα αισθήματα και υποβαθμίζει αθεράπευτα τις διανθρώπινες σχέσεις. Η σύγχρονη σκληρότητα, η αδιαφορία για τον «πλησίον», το έγκλημα, η ηθική αναλγησία και τόσα άλλα διαβρωτικά στοιχεία του ανθρώπινου βίου υπογραμμίζουν ζωηρά τη μισάνθρωπη όψη της σύγχρονης κοινωνικότητας. Έτσι η απόπειρα να ξεδιαλύνει μέσα του ο σύγχρονος άνθρωπος τις συγκεχυμένες καταστάσεις καταλήγει σ’ ένα έργο αυτογνωσίας, που συντρίβει τα ψεύτικα σύμβολα και γενικά τις ψευδαισθήσεις μιας «κοινωνικής» κοινωνικότητας. Ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος, ενώ καταδικάζει την ασκητική μόνωση, αναζητεί ασυνείδητα την ικανοποίηση της μονώσεως που βιώνει ο ασκητής. Και ενώ καυχάται για την κοινωνική του συνείδηση, διαισθάνεται αναπόφευκτα την τραγική του μόνωση. Γι’ αυτό, ενώ φαίνεται σήμερα κοινωνικός, κατ’ ουσίαν «φεύγει μακριά από τους ανθρώπους». Οι συγκρούσεις που φιλοξενεί μέσα του τον εξαναγκάζουν σε μια μόνωση αντικοινωνική. Είναι λοιπόν ανώριμος να συνδιαλεχθεί με τον ασκητή που «ησυχάζει» και ανίκανος να καταδικάσει τη σκληρή θέση της αποφυγής της ανθρώπινης συντυχίας. Η κοινωνικότητα, εν ονόματι της οποίας κρίνει τις ασκητικές «υπερβολές», είναι λοιπόν μια φυγή από την μόνωση που συγχρόνως επιθυμεί!
Από την άλλη μεριά η ασκητική μόνωση έχει ένα αυθεντικά κοινωνικό περιεχόμενο που μπορεί να διδάξει πολλά στο σύγχρονο άνθρωπο που επιθυμεί να εκπαιδευτεί στην αδελφογνωσία! Η ασκητική φυγή προ της ανθρώπινης συντυχίας είναι βαθύτερη έκφραση της χριστιανικής κοινωνικότητας. Παράδοξος ισχυρισμός, αναμφίβολα, αλλά αληθινός! Ο ασκητικός «ατομισμός» είναι βίωση μιας αυθεντικής αφοσιώσεως στην αγάπη του αδελφού. Το ασκητικό αυτό παράλογο το κατανοεί, σε ορισμένη μόνο έκταση, εκείνος που γνωρίζει, έστω ενδεικτικά, το περιεχόμενο του βιώματος της «ησυχίας»! Αλήθεια, ο ασκητής της ερήμου, ο σκληρός εραστής της ησυχίας, είναι τέλειος τύπος του αδελφού!
Η βασική επιδίωξη του ασκητού είναι βέβαια η βίωση της θείας παρουσίας. Η άσκησή του αποβλέπει στο να καθαρίσει την ψυχή του, το νου του, απ’ ό,τι μπορεί να εμποδίσει ή να δυσκολεύσει την προσπάθεια αυτή. Η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον «αδελφόν», κατανοείται από τον ασκητή σαν πολύτιμος καρπός της μυστικής βιώσεως του Θείου Έρωτος. Μόνον αφού η καρδιά του και ο νους του πληρωθεί από την παρουσία και την αγάπη του Θεού, θα μπορέσει να αγαπήσει με γνήσια αισθήματα αφοσιώσεως και ακόμη, αν χρειαστεί, αυτοθυσίας, τον αδελφό. Εάν η πρωταρχική του «εργασία», η βίωση της ενώσεως με το Θεό, διαταράσσεται ή εμποδίζεται, αδυνατεί ο ασκητής αυτός να εκπληρώσει το χρέος της αγάπης προς τον αδελφό, όπως ακριβώς το απαιτεί η αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό παρατηρεί κανείς ότι, ενώ δεν παύει ποτέ ο ασκητής να εκδηλώνει φιλάδελφα αισθήματα προς τον πλησίον, όταν φθάσει μεγάλα μέτρα αρετής και άγιότητος είναι πιο πλούσιος σε εκδηλώσεις αδελφικής αγάπης και κατανοήσεως.
Οπωσδήποτε όμως είναι εμπειρία αναμφισβήτητη το γεγονός ότι «πάντοτε, όταν έλθη ο αγωνιστής προς την απάντησιν του κόσμου, ευθύς η ψυχή αυτού ατονεί». Αντίθετα• «όσον μακρύνεται ο άνθρωπος εκ της συνομιλίας των ανθρώπων, τοσούτον αξιούται της μετά του Θεού παρρησίας εν τω νοΐ αυτού». Η εμπειρία ακριβώς αυτή αποτελεί τον γνώμονα της συμπεριφοράς του ασκητού προς την ανθρώπινη συντυχία ή τις κοινωνικές σχέσεις, όπως ο σύγχρονος άνθρωπος τις κατανοεί.
Η λογική οργάνωση του εγκόσμιου πνεύματος δεν μπορεί λοιπόν να κατανοήσει, ότι και στις περιπτώσεις ακόμη που αποφεύγει ο ασκητής τη συνομιλία των ανθρώπων λανθάνει μια ανταπόκριση αγάπης και αφοσιώσεως προς αυτούς. Εάν ο ασκητής αποφεύγει τους ανθρώπους «διά τον Θεόν» και εάν ο Θεός είναι αγάπη, τότε πράγματι η βίωση της παρουσίας του Θεού, σαν ανεξάντλητη πηγή αυθεντικής αγάπης, θα ικανώσει τον ασκητή να αγαπήσει τον αδελφό με «αγάπη θεϊκή».
Και στην περίπτωση της αγάπης του αδελφού συναντά κανείς ένα ασκητικό «παράλογο» και μια «αντιφατική» ψυχολογική και πνευματική συμπεριφορά. «Θέλεις, ερωτά ο άγιος Ισαάκ, κτήσασθαι την αγάπην του πλησίον κατά την ευαγγελικήν εντολήν εντός της ψυχής σου; μάκρυνον εαυτόν εξ εαυτού και τότε κατακαί¬εται εν σοι η έκκαυσις της αγάπης αυτού, και χαρήση επί τη θέα αυτού, ώσπερ επί Αγγέλου φωτός». Η απόσταση από τον αδελφό καλλιεργεί την ευαγγελική αγάπη, μέσα στον ψυχικό κόσμο του ασκητού. Και πρόκειται εδώ για μια υπαρξιακή αντίφαση που θεμελιώνει αδιάσειστα την ψυχολογική και πνευματική αρμονία που είναι προϋπόθεση της αυθεντικής κοινωνικότητας. «Φίλος γενού πάσιν ανθρώποις και μόνος γενού εν τη διανοία σου». Ο ασκητής της ερήμου πρέπει να αγαπά όλους τους ανθρώπους, να προσφέρει σ’ αυτούς τα αισθήματα και την καρδιά του και συγχρόνως να βιώνει τη μόνωσή του, χωρίς την οποίαν δεν μπορεί να συναντήσει το Θεό. «Κοινωνός γενού τοις παθήμασι των πάντων, και τω σώματί σου μακράν γενού εκ πάντων».
Στην υπαρξιακή αυτή ασκητική αντίφαση συναντά κανείς πράγματι μια εσωτερική ισορροπία επάνω στην οποία θεμελιώνεται αδιάσειστα η υγιής κοινωνικότητα. Πολλές φορές ο σύγχρονος τεχνολογικός άνθρωπος, που καυχάται για την κοινωνικότητά του, δεν βιώνει εσωτερική κοινωνική ισορροπία. Εφ’ όσον είναι μονόπλευρα κοινωνικός, δηλαδή έντονα εξωστρεφικός, διαλύεται, κατά την έκφραση του Jung, μέσα στο κοινωνικό σύνολο και χάνει έτσι την ατομικότητά του. Πώς μπορεί λοιπόν ένας διασκορπισμένος «κοινωνικά» άνθρωπος να βιώνει αγάπη αυθεντική προς τον πλησίον, αφού έχει χάσει την εσωτερική του ενότητα; Εάν ό,τι κάνει, το κάνει για να φαίνεται καλός ή απλώς και μόνο χάριν της κοινωνικότητας, πώς μπορεί να εξωτερικεύει πηγαία αισθήματα αγάπης; Η υπογράμμιση από τις αρμόδιες ανθρωπολογικές επιστήμες της στεγανής μονώσεως, που σε πολλές περιπτώσεις βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, προδίδει την ποιότητα του περιεχομένου της κοινωνικότητας του ανθρώπου αυτού. Μόνο η βίωση της ιδίας ατομικότητας, σαν εμπειρία πνευματικής ενότητας και συγκροτήσεως, μπορεί να δημιουργήσει και να συντηρήσει μια πραγματική κοινωνική συμπεριφορά. Ο διασπασμένος και εσωτερικά αναρχούμενος από ποικίλες ψυχικές συγκρούσεις άνθρωπος δεν μπορεί να εκφραστεί κοινωνικά γιατί δεν μπορεί να «συναντήσει» το κοινωνικό σύνολο και δεν μπορεί να διαλεχθεί με τις ανθρώπινες μονάδες του.
Αντίθετα, ο ασκητής της ερήμου με την εσωτερική του «κοινωνική» ισορροπία, αν και ζει μακριά από το κοινωνικό σύνολο, είναι κυριευμένος από την αγάπη προς τον αδελφό. «Γινώσκομεν, λέει ο άγιος Ισαάκ, ότι χωρίς της του πλησίον αγάπης, ουδέ ο νους δύναται εν τη ομιλία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Το αίτημα της ενώσεως με το Θεό είναι ένα αίτημα «κοινωνίας», αφού πρόκειται για τη βίωση της κατ’ εξοχήν διαπροσωπικής σχέσεως, της σχέσεως με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι μέσα στην πνευματική περιοχή της κοινωνίας αυτής η αγάπη του αδελφού είναι μια ζωντανή παρουσία. Άλλωστε πώς θα μπορούσε «μόνος» ο ασκητής να βιώσει μια τέτοια κοινωνία; Αν ήταν πραγματικά απομονωμένος από τον αδελφό, δεν θα μπορούσε «ο νους εν τη ομι¬λία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι». Γι’ αυτό ο ασκητής αγαπά πηγαία τον αδελφό και μέσα στην ερημιά της διαμονής του εκφράζει μια γνήσια κοινωνικότητα.
Η έμπρακτη αγάπη για τον αδελφό εκφράζεται πρώτα-πρώτα στη συμπαράσταση στο βασικό πρόβλημα της ζωής· τη βίωση της ενοχής. «Μη μισήσης τον αμαρτωλόν. Πάντες γαρ εσμέν υπεύθυνοι. Και εάν διά τον Θεόν κινήσαι κατ’ αυτού, κλαύσον υπέρ αυτού». Κι’ όχι μόνο αυτό, αλλά· «άπλωσον τον χιτώνα σου επί τον πταίοντα, και σκέπασον αυτόν». Και εάν δεν μπορείς, συνεχίζει ο άγιος Ισαάκ, να αναλάβεις εσύ τις αμαρτίες του και να βίωσης αντ’ αυτού την αισχύνη της ενοχής του, τουλάχιστον μη τον περιφρονείς γιατί είναι αδελφός σου. Ο ασκητής της ερήμου φρονεί, ότι, στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις, πρέπει να εκδηλώνεται μια αγάπη βαθειά και πηγαία που μπορεί να σκεπάζει κάθε αδύνατη πλευρά του αδελφού. Έτσι αυτός που αγαπά δεν ωφελεί μόνο τον αδελφό αλλά γιατρεύει συγχρόνως και τη δική του ψυχή.
«Ο διορθούμενος τον αδελφόν αυτού εν τω ταμείω αυτού την ιδίαν κακίαν ιάται· και ο κατηγορών τινά εν συναθροίσματι ενισχύει τα ίδια τραύματα».
Στην ασκητική αυτή σκέψη μπορεί να δει ο σύγχρονος άνθρωπος τη δυναμική όψη της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι εδώ μια συναισθηματική έξαρση μ’ ένα χαρακτήρα παθητικό ή ενεργητικά ουδέτερο. Είναι, πριν απ’ όλα, μια δυναμική αμοιβαία σχέση που το ιδιαίτερο γνώρισμά της είναι ότι όσο εκφράζεται τόσο θεραπεύει τον εαυτό της. Αυτός που γνωρίζει να σέβεται την αδυναμία του αδελφού ξεκινά από μια άμεση εμπειρία αυ¬τοσεβασμού. Και καθ’ ον χρόνο συμπεριφέρεται σ’ αυ¬τόν με ευγένεια «την ιδίαν κακίαν ιάται». Εδώ ακριβώς υπογραμμίζεται ζωηρά η οικοδομητική αξία της διαπροσωπικής σχέσεως. Την πνευματική του δηλαδή προκοπή θα την κατορθώσει κανείς μέσα στην κοινωνική αμοιβαιότητα. Και αν ακόμη απομονώνεται στην πιο σκληρή έρημο, δεν μπορεί να αποξενωθεί από την εμπειρία της αδελφικής αγάπης που οικοδομεί και «παιδεύει». Αρκεί η αδελφική αγάπη να μην εμποδίζει τη «συνομιλία» με το Θεό. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν μπορεί ο ασκητής της ερήμου να μην εκφράσει τη βαθειά του συμπάθεια για την κοινωνία με τον αδελφό. «Τί ωραία και επαινετή έστιν η αγάπη του πλησίον, εάν μη η μέριμνα αυτής περισπάση ημάς εκ της αγάπης του Θεού. Τί ηδεία έστιν η συντυχία των πνευματικών ημών αδελφών, εάν δυνηθώμεν φυλάξαι μετ’ αυτής και την μετά του Θεού!».
Η θέση του ασκητού έναντι της αδελφικής αγάπης δεν αποτελεί μόνο διδασκαλία για τους άλλους. Ο ασκητής της ερήμου δεν εκθειάζει την αγάπη αυτή για να προτρέψει τους άλλους να τη ζήσουν, ενώ αυτός παραμένει περιτειχισμένος μέσα στην απόλυτη «ησυχία» του. «Πολλοί εξ αυτών (των ασκητών) τοις θηρίοις, και τω ξίφει, και τω πυρί παρέδωκαν τα σώματα εαυ¬τών διά τον πλησίον». Δεν δίστασε ο ασκητής της ερήμου, όπου χρειάστηκε, να θυσιάσει την «ησυχία» του, αλλά και τη ζωή του χάριν της αγάπης του αδελφού. Έτσι σε πολλές ασκητικές διηγήσεις μάς παραδίδεται ένας απερίγραπτος και συγκλονιστικός πλούτος ζωντανής αδελφικής αγάπης.
Ο άββάς Αγάθων είχε διακριθεί πολύ στην εκδήλωση της αδελφικής αγάπης και δεν ησύχαζε αν δεν έκανε, όταν μπορούσε, κάτι καλό για τον πλησίον. «Ουκ έφερε μη αναπαύσαι τον πλησίον αυτού». Φροντίζοντας δε πάντα να ξεπεράσει τον εαυτό του σε έκφραση αγάπης, έλεγε· «Ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού, και δούναι το εμόν». «Είδες αγάπην τελείαν»;
Κάποτε, διηγούνται οι ασκητικοί πατέρες, ο άγιος Μακάριος επισκέφθηκε ένα ασθενή αδελφό και, κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλησίον του, τον ερώτησε αν είχε ανάγκη από κανένα πράγμα. Ο ασθενής απήντησε·«ολίγου τρυφερού άρτου». Στη μοναχική αδελφότητα του ασθενούς αδελφού έψηναν μια φορά το χρόνο το ψωμί όλης της χρονιάς. Κι’ ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε φαίνεται να τραφεί με τόσο σκληρό παξιμάδι. Αμέσως τότε «αναστάς ο αξιομακάριστος εκείνος ανήρ, καίπερ τυγχάνων ετών ενενήκοντα», ξεκίνησε από τη σκήτη του ασθενούς αδελφού και επορεύθη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί, αφού «ηλλάξατο τους ξηρούς άρτους εις απαλούς, τους έφερε, πάλιν πεζοπορών, στον ασθενή μοναχό». Στην αδελφική αυτή πράξη βλέπει κανείς ασφαλώς το γνήσιο κοινωνικό περιεχόμενο της ασκητικής ησυχίας.
Για τον αββά Αγάθωνα, που υπήρξε «ανήρ εμπειρότατος πάντων των κατ’ εκείνον τον καιρόν Μοναχών, και την σιωπήν και την ησυχίαν υπέρ πάντας τιμών», διηγούνται και τα εξής.
Όταν ήλθε ο καιρός να γίνει ένα πανηγύρι σε μια κοντινή στη σκήτη του πόλη, επήγε ο άγιος να πουλήσει το εργόχειρό του για να αγοράσει τα παξιμάδια της χρονιάς. Αλλά συνέβη να συναντήσει στην αγορά «ξένον τινά ερριμένον και ασθενούντα». Τότε δεν χάνει την ευκαιρία να εκδηλώσει και στην περίπτωση αυτή την πλούσια αδελφική του αγάπη. Αναλαμβάνει υπό την προστασία του τον εγκαταλελειμμένο και άρρωστο αδελφό. Μισθώνει οικία και τον στεγάζει, φροντίζοντας να κάνει το παν για να αναρρώσει το συντομότερο. Συγχρόνως εργάζεται «ταις ιδίαις χερσίν» για να πληρώνει τα έξοδα αυτής της συμπαραστάσεώς του στον ασθενή. Έτσι σε έξη μήνες έγινε ο ξένος υγιής και ο άγιος επέστρεψε στην ησυχία του. «Αύτη εστίν η τελεία αγάπη».
Τέλος σε μια επιστολή του υπενθυμίζει ο άγιος Ισα¬άκ ότι κάποιος από τους ασκητικούς πατέρες δίδαξε πως τίποτε άλλο δεν μπορεί να λυτρώσει τον Μοναχό από τον δαίμονα της υπερηφάνειας και της πορνείας εκτός από την άσκηση μιας «κοινωνικής» αποστολής. Δηλ. ο Μοναχός που περιποιείται ασθενείς και «κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός» αναπληρώνει πολλές πνευματικές προσπάθειες, που θα εχρειάζετο να καταβάλλει, για να απαλλαγεί από τις ενοχλήσεις του πονηρού.
Αλλά και πολλές άλλες διηγήσεις και περιστατικά της μοναχικής πολιτείας δείχνουν πως η ασκητική τελειότητα εκφράζεται θαυμάσια στην αγάπη για τον αδελφό. Μάλιστα η αγάπη αυτή, σαν έμπρακτη βίωση, είναι κριτήριο της τελειότητας. «Των δε φθασάντων την τελειότητα τούτο εστί το τεκμήριον. Εάν καθ’ ημέραν δεκάκις εις καύσιν παραδοθώσιν υπέρ της αγάπης των ανθρώπων, ου κορέννυνται εκ τούτων» .
Έτσι η επιφανειακή αντικοινωνική μόνωση του ασκητικού βίου είναι το ταπεινό εξωτερικό ένδυμα που καλύπτει μια ασύγκριτη πνευματική ομορφιά. Το πνευματικό βάθος της ασκήσεως, και στη πιο σκληρή μορφή της «ακρότατης μονώσεως», είναι βίωση της αδελφικής αγάπης που γεννάται από τη μυστική ένωση με το Θεό, την απόλυτη και άπειρη Αγάπη!
(Ιωαν.Κορναράκη, «Ανταύγειες της Πατερικής ερήμου μέσα στο σύγχρονο κόσμο», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 41-50)
http://www.pemptousia.gr/2013/02

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Γόρτυνος Ιερεμίας, «Υποστατική ένωση» στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και «αντίδοση των ιδιωμάτων». Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας


† Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΙΕΡΕΜΙΑΣ
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ» ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΑΙ «ΑΝΤΙΔΟΣΗ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ»

(Μέ ἀφορμή μία δογματική «διένεξη» καί μικρή συμβολή σ᾽ αὐτήν)

1. Τό σημερινό μας μάθημα, ἀγαπητοί μου νέοι καί νεάνιδες τῆς πνευματικῆς μας ὁμάδος, θά εἶναι δογματικό. Χωρίς νά ἀναφέρω πρόσωπα καί πράγματα, θά λάβω ἀφορμή ἀπό μία τελευταία δογματική «διένεξη» μεταξύ θεολογούντων προσώπων, γιά νά προσφέρω σέ σᾶς μέ ἁπλότητα ἕνα μάθημα ἀναφερόμενο στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γύρω ἀπό τό Ὁποῖο ἦταν ἡ «διένεξη» αὐτή, ὅπως τήν εἶπα. Θά ἔλεγα ὅτι εἶναι καλό νά ὑπάρχουν τέτοιες ἔντονες συζητήσεις, γιατί αὐτό σημαίνει θεολογική εὐαισθησία, σημαίνει θεολογικό ἐνδιαφέρον καί ἔτσι δημιουργοῦνται τελικά καί στούς ἀδιαφόρους θεολογικά ἐνδιαφέροντα.

Ἐπιθυμῶ, φίλοι μου, νά ἀγαπᾶτε τά θεολογικά μαθήματα καί ὁ γενικός σκοπός τῶν μαθημάτων μας ἐδῶ εἶναι νά γνωρίσετε τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Τά δογματικά θέματα εἶναι πολύ σοβαρά, γιατί ἐκφράζουν τήν πίστη μας. Καί πρέπει νά προσέχουμε, πολύ πρέπει νά προσέχουμε στήν διατύπωση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστης μας, γιατί μία ἐσφαλμένη διατύπωση ἑρμηνεύεται ἀπό τόν ἄλλο ὡς αἵρεση.

2. Τό δογματικό θέμα, τό ὁποῖο θά μελετήσουμε σήμερα μέ ἀφορμή μιά φραστική διαφωνία κάποιων θεολογούντων προσώπων, εἶναι γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό μας, ἀγαπητοί μου φίλοι, πιστεύουμε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι θεῖο πρόσωπο μέ θεία φύση. Ἀκόμη πιστεύουμε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔλαβε καί ἀνθρώπινη φύση. Τό θεῖο Του πρόσωπο δηλαδή ἤ ἡ ὑπόστασή Του – ὅπως τό λέμε διαφορετικά τό πρόσωπο –, μαζί μέ τήν θεία φύση πού εἶχε ὡς Θεός, ἔλαβε καί ἄνθρώπινη φύση. Δύο φύσεις, λοιπόν, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκαν στό ἕνα πρόσωπο, στήν μία ὑπόσταση, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα. Θαῦμα, κατά πρῶτον, εἶναι τό ὅτι ἡ ἄφθαρτη καί ἀθάνατη θεία φύση ἑνώθηκε μέ τήν φθαρτή καί θνητή ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό ὁ Πλάτων δέν τό δεχόταν, γιατί τό εἶχε πεῖ καί τό εἶχε γράψει ὅτι «Θεός ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται» (Συμπόσιον, 202ε-203α). Καί εἶναι ἔπειτα μεγάλο θαῦμα ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί κάθε φύση προϋποθέτει καί ἕνα πρόσωπο. Ἀφοῦ λοιπόν στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχουμε δύο φύσεις, ἔπρεπε λογικά νά ἔχουμε καί δύο πρόσωπα. Ὄχι! Ἕνα τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ δύο φύσεις. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «διπλοῦς τήν φύσιν, ἀλλ᾽ οὐ τήν ὑπόστασιν», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτό τό θαῦμα, ἀγαπητοί μου νέοι, ἔγινε στήν Κοιλία τῆς Θεοτόκου. Γι᾽ αὐτό καί ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας νομίζω, τήν Κοιλία τῆς Παναγίας μας τήν ὀνομάζει «ἐργαστήριον ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων», τῆς θείας καί ἀνθρώπινης φύσης! Τό ξαναλέγω: Τό νά ἑνωθοῦν δύο φύσεις σέ ἕνα μόνο πρόσωπο, αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο θαῦμα καί αὐτό τό θαῦμα ἔγινε ΜΟΝΟ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ!

3. Παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου φίλοι, σκεφθεῖτε το καλά αὐτό καί νοήσατέ το, γιατί εἶναι δόγμα τῆς πίστης μας: Στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε στήν Παναγία μας, εἶναι ἑνωμένες δύο φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη. Οἱ δύο αὐτές φύσεις ἑνώθηκαν στόν Ἰησοῦ Χριστό «ὑποστατικῶς», γιατί εἴπαμε ὅτι τό πρόσωπο λέγεται καί ὑπόσταση. Καί οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι «ἀχωρίστως ἡνωμέναι», ὅπως τό λέγει ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος. Δηλαδή: Ἅπαξ καί ἑνώθηκε ἡ θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν χωρίστηκαν ἔπειτα ποτέ καί θά μένουν ἔτσι ἑνωμένες εἰς τόν αἰώνα. Ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε μέ τήν σάρκα Του καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς μέ τήν σάρκα Του, ἔτσι μέ τήν σάρκα Του πάλι θά ἔρθει νά κρίνει ζῶντας καί νεκρούς (Ματθ. 25,31). Αὐτό σημαίνει τό «ἀχωρίστως ἡνωμέναι» περί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ ἑνότητα αὐτή τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δέν καταργήθηκε οὔτε μέ τόν θάνατό Του. Μέ τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν Γολγοθᾶ χωρίστηκε ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό σῶμα Του. Αὐτό σημαίνει θάνατος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Ἀλλά ἐνῶ χωρίστηκε ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό σῶμα Του μέ τόν θάνατό Του, δέν χωρίστηκε ὅμως ἡ θεότητά Του οὔτε ἀπό τήν ψυχή Του οὔτε ἀπό τό σῶμά Του. Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑνωμένο μέ τήν θεότητά Του ἦταν στόν τάφο καί ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ, ἑνωμένη πάλι μέ τήν θεότητά Του, κατέβηκε στόν Ἅδη. Αὐτήν τήν στενή ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τήν ὀνομάζει «περιχώρησιν». Καί ὅπως πρέπει νά νοήσουμε καλά τήν περιχώρηση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος γιά νά ἀποκρούουμε τίς ἀντιτριαδικές αἱρέσεις, ἔτσι πρέπει νά νοήσωμε καλά καί τήν περιχώρηση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν περί τοῦ Χριστοῦ. Τό δόγμα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στόν Ἰησοῦ Χριστό εἶναι σωτηριῶδες γιά μᾶς θέμα, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά προσέχουμε γενικά ὅλα τά δόγματα, γιατί μᾶς χαράσσουν τήν ὁδό τῆς σωτηρίας μας. Γιατί ὅπως ὁ Χριστός μέ τήν ὑποστατική Του ἕνωση ἔχει τήν ἀνθρώπινη βούλησή Του ἑνωμένη τελείως μέ τήν θεία, ἔτσι καί ἡμεῖς, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά ἑνώσουμε τό θέλημά μας πολύ στενά μέ τό θεῖο θέλημα καί νά ἐμμένουμε πάντα στήν ἕνωση αὐτή (βλ. Ρωμ. 8,29).
Καί ἕνα ἄλλο ἀκόμη πρέπει νά σᾶς πῶ, φίλοι μου, σχετικά μέ τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη: Εἶναι καί οἱ δύο τέλειες. Εἶναι ἀκέραιες καί πλήρεις. Ἡ θεία φύση δηλαδή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἕνωσή της μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ἔμεινε ἀναλλοίωτη. Οὔτε μειώθηκε οὔτε τελειώθηκε προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση. Μόνο ἡ ἀνθρώπινη φύση τελειώθηκε μέ τήν ὑποστατική της ἕνωση μέ τήν θεία φύση. Ἀφοῦ λοιπόν καί μετά τήν ἕνωσή τους στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ οἱ δύο φύσεις εἶναι τέλειες, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ὅμοιος κατά πάντα μέ ἡμᾶς, πλήν τῆς ἁμαρτίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγεται Θεάνθρωπος.

4. Καί τώρα ἐρχόμαστε στό τελευταῖο σημεῖο, τό ὁποῖο δίνει καθαρή ἀπάντηση στήν «διένεξη», ὅπως τήν εἶπα, κάποιων θεολογούντων καί ἡ ὁποία ἔδωσε ἀφορμή σέ μᾶς γιά τό σημερινό μας μάθημα. Παρακαλῶ προσέξτε: Ἐπειδή οἱ δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, εἶναι τόσο στενά συνδεδεμένες, ὅπως εἴπαμε· ἤ, ἐπειδή καί οἱ δύο φύσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑνωμένες στό ἴδιο πρόσωπο («ὑποστατική ἕνωση»), ἤ, πιό σύντομα καί ἁπλούστερα, ἐπειδή τό ἴδιο πρόσωπο εἶναι ὁ φορεύς καί τῶν δύο φύσεων, ὡς ἐπακόλουθο καί συνέπεια αὐτοῦ ἔχουμε τήν «ἀντίδοση» ἤ τήν «κοινοποίηση» τῶν ἰδιωμάτων. Αὐτό σημαίνει ὅτι στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς εἰς Θεό, ἀποδίδονται ἰδιώματα (χαρακτηριστικά) τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί στόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς εἰς ἄνθρωπο ἀποδίδονται ἰδιώματα (χαρακτηριστικά) τῆς θείας φύσης. Ἔτσι, μποροῦμε νά ποῦμε γιά τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, ὅτι εἶναι «παιδίον προαιώνιον» καί «ἄνθρωπος ἄναρχος», ὄχι γιατί ὡς παιδίον εἶναι προαιώνιον καί ὡς ἄνθρωπος εἶναι ἄναρχος, ἀλλά ἐπειδή ὄντας Θεός προαιώνιος καί ἄναρχος, ἔγινε μέ τήν σάρκωσή του παιδίον (βλ. Μ. Ἀθανασίου, 26,1116). Ὅταν ὀνομάζουμε τόν Ἰησοῦ Χριστό «Υἱόν τοῦ Θεοῦ» καί «Θεόν», λόγω τῆς θεία Του φύσεως, τόν ὀνομάζουμε ἐπίσης καί μέ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, λέγοντάς Τον «Κύριον τῆς δόξης ἐσταυρωμένον» (Α´ Κορ. 2,8).
Κατά τά παραπάνω, λόγω τῆς περιχωρήσεως τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μποροῦμε νά ποῦμε, γιά παράδειγμα, ὅτι ἔπαθε ὁ Θεός. Νά ποῦμε τήν φράση ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε γιά τήν σωτηρία μας «Θεός παθητός» (βλ. καί Πράξ. 26,23). Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι ἔπαθε ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, διότι ἡ θεία Του φύση εἶναι ἀπαθής. Ὅμως «πῶς μπορεῖ νά διανοηθεῖ κανείς ὅτι οἱ σταυρωτές μπόρεσαν καί συνέλαβαν τό δημιουργό τοῦ κόσμου καί τόν κρέμασαν στό σταυρό; Σίγουρα κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο. Ὡστόσο ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων καί τῆς ταυτότητας τῆς μιᾶς ὑπόστασης ἔχει γίνει πραγματικότητα. Ὁ Χριστός ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι ἐκεῖνος πού κρεμάστηκε πάνω στόν σταυρό καί ἔπαθε κατά τήν ἀνθρωπότητα. Οὔτε ἡ θεότητα ἔπαθε (γιατί εἶναι ἀπαθής) οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα μόνη (γιατί εἶναι ἑνωμένη ὑποστατικά μέ τήν θεότητα τοῦ Λόγου), ἀλλά ἔπαθε ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος, «ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας» κατά τήν ἀνθρωπότητα, δηλαδή σαρκί, βλ. Α´ Πέτρ. 3,18 (Νίκου Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολικά θεολογία Β´, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 277.278).

5. Στό χριστολογικό δόγμα περί τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων, ὅπως τό εἴπαμε παραπάνω, πρέπει νά προσέχουμε νά μήν λέγουμε ὅτι ἀναφέρονται ἰδιώματα τῆς μιᾶς φύσεως στήν ἄλλη φύση, ἀλλά αὐτά ἀναφέρονται στό κοινό πρόσωπο τῶν δύο φύσεων, στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ἀληθής Θεός καί ἀληθής ἄνθρωπος δυνάμεθα νά ὀνομάζωμεν τό πρόσωπον αὐτοῦ μέ τά ὀνόματα ἑκάστης φύσεως· π.χ. ἔνθεν μέν Λόγος, Θεάνθρωπος, Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, κ.λ.π., ἔνθεν δέ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ, υἱός Δαυΐδ κ.λπ., ὅπως ἐπίσης νά ἀποδίδωμεν εἰς τό κατά τήν θείαν φύσιν ὀνομασθέν πρόσωπον ἀνθρώπινα ἰδιώματα καί τἀνάπαλιν εἰς τό κατά τήν ἀνθρωπίνην φύσιν ὀνομασθέν πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ θεῖα ἰδιώματα» (Καρμίρης, Δογματική [Κατά τίς πανεπιστημικές παραδόσεις του], Ἀθῆναι 1995, σελ. 242).
Στά ἀνωτέρω προσθέτω μία ὡραία καί σημαντική περικοπή τοῦ μεγάλου δογματολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνός: Λέγει ὁ ἅγιος πατέρας: «Θεότητα μέν οὖν λέγοντες, οὐ κατονομάζομεν αὐτῆς τά τῆς ἀνθρωπότητος ἰδιώματα. Οὐ γάρ φαμέν θεότητα παθητήν ἤ κτιστήν· οὔτε δέ τῆς σαρκός, ἤτοι τῆς ἀνθρωπότητος κατηγοροῦμεν τά τῆς θεότητος ἰδιώματα· οὐ γάρ φαμέν σάρκα, ἤτοι ἀνθρωπότητα ἄκτιστον. Ἐπί σέ τῆς ὑποστάσεως, κἄν ἐκ τοῦ συναμφοτέρου, κἄν ἐξ ἑνός τῶν μερῶν ταύτην ὀνομάσωμεν, ἀμφοτέρων τῶν φύσεων τά ἰδιώματα αὐτῇ ἐπιτίθεμεν. Καί γάρ ὁ Χριστός, ὅπερ ἐστί τό συναμφότερον, καί Θεός καί ἄνθρωπος λέγεται καί κτιστός καί ἄκτιστος καί παθητός καί ἀπαθής. Καί ὅταν ἐξ ἑνός τῶν μερῶν Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός ὀνομάζηται, δέχεται τά τῆς συνυφεστηκυίας φύσεως ἰδιώματα, ἤτοι τῆς σαρκός, Θεός παθητός ὀνομαζόμενος καί Κύριος τῆς δόξης ἐσταυρωμένος» (Ἔκδοσις ἀκρβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Βιβλ. ΙΙΙ, κεφ. Δ´, 997).

6. Τελείωσα, ἀγαπητοί μου φίλοι, καί εὐχαριστῶ πού μέ ἀκούσατε. Τήν καλή ὁμολογία στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐσεῖς νά τήν κάνετε λέγοντας πρός Αὐτόν κάθε μέρα τήν πεντάλογο προσευχή: ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΕ ΜΕ. Λέγοντας τόν Ἰησοῦ Χριστό «Κύριο» τόν ὁμολογεῖτε Θεό. Λέγοντάς τον ἔπειτα «Ἰησοῦ» τόν ὁμολογεῖτε ἄνθρωπο. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔλαβε τό ὄνομα «Ἰησοῦς». Ἀλλά ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος δέν ἔπαυσε νά εἶναι Θεός. Εἶναι Θεάνθρωπος. Αὐτό τό ἐκφράζει ἡ ὀνομασία «Χριστός». Πραγματικά, ἡ πεντάλογος αὐτή προσευχή, πού μᾶς ἔρχεται ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων, εἶναι μία σύντομη καί δυνατή ὁμολογία πίστεως.

Γιά πλουτισμό ὀρθοδόξου θεολογίας συνιστῶ σέ ὅλους σας καί ἰδιαίτερα στούς φοιτητές τῆς θεολογίας, νά διαβάσετε τό τρίτομο ἔργο τῆς Δογματικῆς τοῦ λαμπροῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ καί μεγάλου Ἱεροκήρυκος Παναγιώτου Τρεμπέλα, καταγομένου ἀπό ᾽μᾶς (ἀπό τήν Στεμνίτσα Γορτυνίας).

Σᾶς εὔχομαι νά εἶστε Παναγιοσκέπαστοι

22 Ἰουνίου 2014-

Περί της ώρας του θανάτου – Άγιος Λουκάς ο Ιατρός


Πριν γίνει ο προφήτης Δαβίδ βασιλιάς του Ισραήλ υπηρετούσε τον βασιλιά Σαούλ. Ο Σαούλ, επειδή γνώριζε ότι ο Δαβίδ θα πάρει το θρόνο, τον καταδίωκε, προσπαθώντας να τον θανατώσει. Μια φορά όταν η ζωή του κινδύνευε, ο προφήτης Δαβίδ είπε σ' αυτούς που ήταν τότε μαζί του· «Ένα βήμα με χωρίζει από τον θάνατο» (Α' Βασ. 20, 3).

Θυμήθηκα τώρα αυτά τα λόγια γιατί πριν μία εβδομάδα έπρεπε να τα πω και εγώ. Ένα μόνο βήμα με χώριζε από το θάνατο. Για ένα διάστημα ήμουν σχεδόν πεθαμένος, σχεδόν καθόλου δεν είχα σφυγμό και η καρδιά μου παρά λίγο να σταματήσει να χτυπά. Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε. Και τώρα ακόμα είμαι αδύναμος και μόνο καθισμένος μπορώ να μιλάω με σας.
Θέλω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό, θέλω να σας πω για την μνήμη του θανάτου, διότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στον καθένα μας, όπως ήταν τόσο κοντά σε μένα το προηγούμενο Σάββατο. Ο καθένας από μας μπορεί να πεθάνει ξαφνικά, τότε που δεν περιμένει. Γνωρίζετε ότι η ζωή πολλών ανθρώπων τελειώνει ξαφνικά και απρόοπτα.
Να θυμάστε πάντα, χαράξτε στην καρδιά σας τον λόγο αυτό του Χριστού· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12, 35). Να θυμάστε πάντα τον λόγο αυτό και ποτέ να μην τον λησμονήσετε. Όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται να περπατήσουν ένα μακρύ δρόμο ή να κάνουν μία δύσκολη εργασία δένουν στη μέση τους το ζωνάρι. Και όταν περπατάνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας έχουν μαζί τους λυχνάρια και είναι σημαντικό γι' αυτούς τα λυχνάρια αυτά να είναι πάντα αναμμένα.

Το ίδιο και στην πνευματική μας ζωή, η μέση μας πρέπει να είναι ζωσμένη και τα λυχνάρια μας αναμμένα. Πρέπει να είμαστε ακούραστοι εργάτες του Θεού και να αγωνιζόμαστε πάντα κατά του διαβόλου, ο οποίος σε κάθε μας βήμα προσπαθεί να μας αποτρέψει από τον Χριστό και να μας θανατώσει με τους πειρασμούς. Γι' αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας έδωσε αυτή την εντολή· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι».
Ποτέ να μην λησμονείτε ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε για να προετοιμαστούμε για την ζωή την αιώνια και η τύχη μας στην αιώνια ζωή θα κριθεί απ’ αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.
Να είστε πιστοί στον Χριστό, πιστοί με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε στην Αποκάλυψη του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει· «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Απ. 2, 10).
Πρέπει να είμαστε πιστοί στον Θεό, πρέπει ακούραστα κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή να υπηρετούμε τον Θεό. Η ζωή μας είναι σύντομη, δεν μπορούμε να σπαταλάμε άσκοπα αυτές τις λίγες ώρες και ημέρες της ζωής μας, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι ασκητές είχαν πάντα στο νου τους την μνήμη του θανάτου. Μέσα στα κελλιά τους είχαν κρανίο για να το βλέπουν και να θυμούνται το θάνατο. Με δάκρυα το κοιτούσαν, σκεφτόμενοι ότι και αυτοί θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Υπηρετούσαν ακούραστα τον Θεό και δούλευαν εις τον Κύριον, όπως το έκανε ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ. Εκείνοι, όπως και εσείς, άκουγαν κάθε μέρα στον εσπερινό τα λόγια του 33ου ψαλμού· «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλ. 33, 22). Όπως και εσείς, άκουγαν και αυτοί· «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των όσιων αυτού» (Ψαλ. 115, 6). Φοβερό θάνατο έχουν οι αμαρτωλοί. Και έχω δει πολλά παραδείγματα. Όμως ένα γεγονός που έχω δει πρίν 40 χρόνια τόσο βαθιά αποτυπώθηκε στη μνήμη μου που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ήμουν τότε επαρχιακός γιατρός και με κάλεσαν στο σπίτι ενός πολύ γνωστού σ' εκείνη την περιοχή πλούσιου γαιοκτήμονα, που ήταν άνθρωπος πολύ κακός. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι του μού έκανε εντύπωση η ακαταστασία που υπήρχε εκεί. Άνθρωποι έτρεχαν από δω και από κει. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος με πρόσωπο κατακόκκινο που μόλις με είδε άρχισε κυριολεκτικά να ουρλιάζει. Έλεγε· «Γιατρέ, παρακαλώ, σώσε με! Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω».
Πού ήταν πριν εκείνος ο άνθρωπος, τι σκεφτόταν όταν ταλαιπωρούσε τους άλλους; Τι σκεφτόταν όταν τους έπαιρνε όλα τους τα χρήματα; Τώρα ο θάνατος ήλθε, είναι εδώ και είναι αργά πλέον να λες· «Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω». Θα έπρεπε η ζωή σου να ήταν τέτοια ώστε να μην φοβάσαι τον θάνατο.
Ποιος δεν φοβάται τον θάνατο; Μόνο αυτός που ακολουθεί τον Χριστό, που όλη την ζωή του κατευθύνει με σκοπό να τελεί τις εντολές του. Τέτοιοι άνθρωποι δεν φοβούνται τον θάνατο. Γνωρίζουν την υπόσχεση που έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στους μακαρισμούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Μτ. 5, 12).
Τελείως διαφορετικός ήταν ο θάνατος των αγίων. Ο άγιος Σεραφείμ πέθανε γονατισμένος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, στην οποία προσευχόταν πάντα. Έτσι στεκόμενος στα γόνατά του κοιμήθηκε και ήταν τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του.
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας λέει· «Περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη» (Ιω. 12, 35). Ακόμα έχετε το φως του Χριστού, ακόμα έχετε την δυνατότητα να πηγαίνετε στο ναό, να ακούτε τις εντολές, να ακούτε το Ευαγγέλιο. Να περπατάτε μέσα σ' αυτό το φως. Γιατί, όταν έλθει ο θάνατος, το φως αυτό θα σβήσει για σας. Πέραν του τάφου δεν υπάρχει μετάνοια και θα πάρετε ανταπόδοση σύμφωνη με όσα έχετε κάνει στη ζωή σας.
Περπατάτε λοιπόν στο φως όσο έχετε το φως, για να μην σας καταλάβει το σκοτάδι, το σκοτάδι το αιώνιο, το σκοτάδι του θανάτου. Ο θείος απόστολος Παύλος λέει· «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β' Κορ. 6, 2). Τώρα, όσο ζούμε, είναι για μας καιρός ευπρόσδεκτος, καιρός σωτηρίας. Τώρα πρέπει να σκεφτόμαστε την σωτηρία μας και να προετοιμαζόμαστε για την αιώνια ζωή. Αυτό κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλοι όσοι αγαπάνε τον Χριστό.
Πριν 70 χρόνια ζούσε στην Αγία Πετρούπολη ένας γιατρός που λεγόταν Γαάζ. Αυτός υπηρετούσε στις φυλακές και είχε καρδιά αγαθή, καρδιά γεμάτη ευσπλαχνία και αγάπη για τους ανθρώπους. Από την θέση του, του γιατρού των φυλακών, προσπαθούσε όσο μπορούσε να βοηθήσει τους δυστυχισμένους ανθρώπους που κρατιούνταν εκεί. Έβλεπε πως έστελναν στα κάτεργα αλυσοδέσμιους κατάδικους, γνώριζε ότι θα περπατήσουν με τα πόδια χιλιάδες βέρστια μέχρι να φτάσουν στην Σιβηρία και η καρδιά του έσφιγγε από τον πόνο. Για να αισθανθεί τον πόνο τους μια φορά φόρεσε στα πόδια του αλυσίδες και περπατούσε μ' αυτές ώρες στην αυλή του σπιτιού του. Όταν βρισκόταν στην κλίνη του θανάτου, ο άγιος αυτός άνθρωπος και γιατρός, είπε στους συγκεντρωμένους γύρω του ανθρώπους τα εξής θαυμαστά λόγια, τα οποία πρέπει να τα βάλουμε καλά στο νου μας· «Να βιάζεστε να κάνετε καλό για τους άλλους». Να βιάζεστε γιατί ο θάνατος όλους μάς περιμένει. Να μην είστε επιπόλαιοι, να είστε πιστοί μέχρι θανάτου και θα σας δώσει ο Θεός το στέφανο της ζωής.
Ο προφήτης Ησαΐας είπε ένα λόγο, τον οποίο επίσης πρέπει καλά να θυμόμαστε και που πρέπει βαθιά να αποτυπωθεί στην καρδιά μας· «Έκστητε, λυπήθητε, αι πεποιθυΐαι, εκδύσασθε, γυμναί γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τας οσφύας» (Ησ. 32, 11).
Τρέμετε ανέγνοιαστες, να έχετε την μνήμη του θανάτου, να σκέφτεστε πάντα την ώρα όταν θ' αφήσετε αυτή την ζωή και ποτέ να μην το ξεχνάτε. Και για να μην το ξεχνάμε, για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την οδό του Χριστού και να μην φοβόμαστε τον θάνατο, χρειαζόμαστε βοήθεια από τον Παντοδύναμο Θεό. Χωρίς αυτή την βοήθεια δεν θα νικήσουμε τους πειρασμούς του διαβόλου, γι' αυτό πρέπει να ζητάμε να μάς στείλει ο Θεός την χάρη του. Κύριε, ελέησε μας τους αμαρτωλούς, Κύριε, βοήθησε μας!
Πρέπει να Τον ικετεύουμε έτσι όπως Τον ικέτευε η γυναίκα η ειδωλολάτρισσα, για την οποία ακούσατε σήμερα στο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αυτή ήταν Χαναναία και όταν είδε τον Χριστό με τους μαθητές του άρχισε να φωνάζει δυνατά και να Τον ικετεύει· «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυΐδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Μτ. 15, 22). Αλλά ο Κύριος δεν της έδινε σημασία και συνέχιζε σιωπηλά το δρόμο του. Η γυναίκα συνέχιζε να Τον ικετεύει, όμως Εκείνος δεν απαντούσε. Στο τέλος οι μαθητές του Τού είπαν· «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Μτ. 15, 23). Και ο Κύριος απάντησε· «Ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Μτ. 15, 24). Η γυναίκα όμως συνέχιζε να Τον ικετεύει. Τι της είπε τότε ο Κύριος; «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις» (Μτ. 15, 26). Και άκουσε μία απάντηση καταπληκτική για την ταπείνωση και την πραότητα» «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Μτ. 15, 27), – δώσε μου, Κύριε, ένα ψίχουλο από το έλεός σου. Σταμάτησε ο Κύριος, όταν το άκουσε, και της είπε· «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις, και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης» (Μτ. 15, 28).
Πολλοί από μάς έχουν ζωή που δεν αρμόζει στους χριστιανούς. Πολλοί είναι βεβαρημένοι με διάφορες αμαρτίες, πολλοί έχουν ξεχάσει τον λόγο του Θεού· «Το κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α' Κορ. 15, 56). Ο θάνατος πληγώνει αυτόν που είναι δούλος της αμαρτίας. Τότε, αν είμαστε τόσο αδύναμοι, αν το ένδυμα της ψυχής μας είναι όλο μαύρο από τις αμαρτίες μας, δεν είμαστε και εμείς σαν τα σκυλιά, δεν πρέπει και εμείς να κράζουμε προς τον Θεό, όπως έκραζε εκείνη η Χαναναία γυναίκα; «Κύριε, είμαι σαν το σκυλί, αλλά ελέησόν με!»
«Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι». Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας του Ιατρού
Λόγοι και Ομοιλίες, Τόμος Γ'
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»
http://eikonografies.gr
Ενα Πείραμα σέ Βάθος

Πώς φεύγει η ανασφάλεια, η απελπισία, η κατάθλιψη.


Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη

Όλα τα κακά αισθήματα, η ανασφάλεια, η απελπισία, η απογοήτευση, που πάνε να κυριεύσουν την ψυχή, φεύγουν με...
την ταπείνωση.

Αυτός που δεν έχει ταπείνωση, ο εγωιστής, δεν θέλει να του κόψεις το θέλημα, να τον θίξεις, να του κάνεις υποδείξεις. Στενοχωρείται, νευριάζει, επαναστατεί, αντιδρά, τον κυριεύει η κατάθλιψη...

Η κατάσταση αυτή θεραπεύεται με τη χάρη. Πρέπει η ψυχή να στραφεί στην αγάπη του Θεού. Η θεραπεία θα γίνει με το ν’ αγαπήσει τον Θεό με λαχτάρα.
Πολλοί άγιοί μας μετέτρεψαν την κατάθλιψη σε χαρά με την αγάπη προς τον Χριστό. Παίρνανε δηλαδή την ψυχική δύναμη, που ήθελε να τη συντρίψει ο διάβολος, και τη δίνανε στον Θεό και τη μεταβάλλανε σε χαρά και αγαλλίαση.

Η προσευχή, η λατρεία του Θεού μεταβάλλει σιγά σιγά την κατάθλιψη και τη γυρίζει σε χαρά, διότι επιδρά η χάρις του Θεού. Εδώ χρειάζεται να έχεις τη δύναμη, ώστε ν’ αποσπάσεις τη χάρη του Θεού, που θα σε βοηθάει να ενωθείς μαζί του. Χρειάζεται τέχνη.


Όταν δοθείς στον Θεό και γίνεις ένα μαζί του, θα ξεχάσεις το κακό πνεύμα, που σε τραβούσε από πίσω, κι εκείνο έτσι περιφρονημένο θα φύγει. Στη συνέχεια, όσο θ’ αφοσιώνεσαι στο Πνεύμα του Θεού, τόσο δεν θα κοιτάζεις πίσω σου, για να δεις αυτόν που σε τραβάει.

Όταν σε ελκύσει η χάρις, ενώνεσαι με τον Θεό. Κι όταν ενωθείς με τον Θεό και δοθείς σ’ Εκείνον, πάνε όλα τ’ άλλα, τα ξεχνάς και σώζεσαι. Η μεγάλη τέχνη, λοιπόν, το μεγάλο μυστικό, για ν’ απαλλαγείς απ’ την κατάθλιψη και όλα τ’ αρνητικά, είναι να δοθείς στην αγάπη του Θεού.

Ένα πράγμα που μπορεί να βοηθήσει τον καταθλιπτικό είναι και η εργασία, το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο κήπος, τα φυτά, τα λουλούδια, τα δέντρα, η εξοχή, ο περίπατος στην ύπαιθρο, η πορεία, όλ’ αυτά, βγάζουν τον άνθρωπο απ’ την αδράνεια και του δημιουργούν άλλα ενδιαφέροντα. Επιδρούν σαν φάρμακα.

Η ασχολία με την τέχνη, τη μουσική κ.λπ. κάνουν πολύ καλό. Σ’ εκείνο, όμως, που δίνω τη μεγαλύτερη σημασία είναι το ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για τη μελέτη της Αγίας Γραφής, για τις ακολουθίες. Μελετώντας τα λόγια του Θεού, θεραπεύεται κανείς χωρίς να το καταλάβει.

Να σας διηγηθώ για μια κοπέλα, που ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό. Έπασχε από φοβερή κατάθλιψη. Δεν κατάφερε κάτι με τα φάρμακα. Παράτησε τα πάντα, τη δουλειά της, το σπίτι της, τις απασχολήσεις της. Κι εγώ της είπα αυτά που ξέρω.
Της είπα για την αγάπη του Χριστού, που αιχμαλωτίζει την ψυχή, διότι η χάρις του Θεού γεμίζει την ψυχή και την αλλάζει. Της εξήγησα ότι είναι δαιμονική αυτή η δύναμη που καταλαμβάνει την ψυχή και μεταβάλλει την ψυχική δύναμη σε κατάθλιψη, τη ρίχνει κάτω, τη βασανίζει και την αχρηστεύει. Την συμβούλευσα ν’ ασχολείται με διάφορες απασχολήσεις, όπως, για παράδειγμα, με τη μουσική που της άρεσε πρώτα κ.λπ.
Τόνισα, όμως, περισσότερο τη στροφή και την αγάπη της προς τον Χριστό. Της είπα ακόμη ότι μέσα στην Εκκλησία μας υπάρχει θεραπεία με την αγάπη προς τον Θεό και την προσευχή, αλλά που θα γίνεται με λαχτάρα.

Αυτό είναι το μυστικό της θεραπείας. Αυτά δέχεται η Εκκλησία μας.

http://www.diakonima.gr/2014/07/14

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Και λίγο μυαλό να έχει κανείς, αν κάνει υπακοή, γίνεται φιλόσοφος


Γέροντας Παΐσιος


Ο ταπεινός άνθρωπος και θαύματα να κάνει, πάλι δεν πιστεύει στον λογισμό του. Ήταν στην Ιορδανία ένας πολύ απλός παπάς που έκανε θαύματα. Διάβαζε ανθρώπους και ζώα που είχαν κάποια αρρώστια και γίνονταν καλά.

Πήγαιναν και μουσουλμάνοι σ’ αυτόν, όταν έπασχαν από κάτι, και τους θεράπευε. Αυτός, πριν λειτουργήσει, έπαιρνε ένα ρόφημα με λίγο παξιμάδι και μετά όλη την ημέρα δεν έτρωγε τίποτε.

Κάποτε έμαθε ο Πατριάρχης ότι τρώει πριν από την Θεία Λειτουργία και τον κάλεσε στο Πατριαρχείο. Πήγε εκείνος, χωρίς να ξέρει γιατί τον ζητάνε.

Ώσπου να τον φωνάξει ο Πατριάρχης, περίμενε μαζί με άλλους σε μια αίθουσα. Έξω έκανε πολλή ζέστη· είχαν κλειστά τα παντζούρια και από μια τρυπούλα περνούσε μια ακτίνα. Αυτός νόμισε ότι είναι σχοινί. Επειδή είχε ιδρώσει, βγάζει το ράσο του και το κρεμάει πάνω στην ακτίνα.Όταν το είδαν οι άλλοι που κάθονταν εκεί στην αίθουσα, τα έχασαν.

Πάνε και λένε στον Πατριάρχη: «Ο παπάς που κολατσίζει πριν από την Θεία Λειτουργία κρέμασε το ράσο του πάνω σε μια ακτίνα!».

Τον κάλεσε μέσα ο Πατριάρχης και άρχισε να τον ρωτάει: «Τι κάνεις; Πώς πας; Κάθε πότε λειτουργείς; Πώς ετοιμάζεσαι για την Θεία Λειτουργία;».«Να, λέει, διαβάζω την ακολουθία του όρθρου, κάνω και μερικές μετάνοιες και ύστερα φτιάχνω ένα ρόφημα, κολατσίζω λίγο, και έπειτα λειτουργώ». «Γιατί το κάνεις αυτό;», τον ρωτάει ο Πατριάρχης. «Άμα φάω λιγάκι πριν από την Θεία Λειτουργία, λέει εκείνος, όταν κάνω κατάλυση , πάει ο Χριστός επάνω!!! Ενώ, αν φάω μετά την Θεία Λειτουργία, πάει ο Χριστός από κάτω»!!!

Με καλό λογισμό το έκανε! Του λέει τότε ο Πατριάρχης: «Όχι, δεν είναι σωστό αυτό. Πρώτα να κάνεις κατάλυση, και έπειτα να τρως λίγο». Έβαλε μετάνοια και το δέχθηκε.

Θέλω να πω, παρόλο που είχε φθάσει σε τέτοια κατάσταση, να κάνει θαύματα, το δέχθηκε απλά· δεν είχε δικό του θέλημα. Ενώ, αν πίστευε στον λογισμό του, μπορούσε να πει: «Εγώ διαβάζω ανθρώπους και ζώα άρρωστα και γίνονται καλά, κάνω θαύματα· τι μου λέει αυτός; Έτσι που το σκέφτομαι, είναι πιο καλά, γιατί αλλιώς πάει το φαγητό πάνω από τον Χριστό».

Έχω καταλάβει ότι ή υπακοή πολύ βοηθάει. Και λίγο μυαλό να έχει κανείς, αν κάνει υπακοή, γίνεται φιλόσοφος. Είτε έξυπνος είτε κουτός είτε υγιής είτε άρρωστος πνευματικά ή σωματικά είναι κανείς και βασανίζεται από λογισμούς, αν κάνει υπακοή, ελευθερώνεται. Λύτρωση είναι η υπακοή.


(Διήγηση Γέροντος Παϊσίου)

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου Μη κλίνετε γόνυ εις τον αντίχριστον Πάπα



…Πιστεύω και ελπίζω ότι ο ιδρυτής της Εκκλησίας, ο Αρχηγός της σωτηρίας ημών, ο κραταιός και δυνατός εν πολέμοις, πάντας τους πολεμούντας την Νύμφην Αυτού Εκκλησίαν, την καθαράν και άσπιλον, την οποίαν περιποιήσατο με το Τίμιον Αίμα Του, θα τους σύντριψη ως σκεύη κεραμέως και θα διαφύλαξη και διάσωση Αυ­τήν καθαράν. Υμείς δε οι εναπολειφθέντες στήτε καλώς, στήτε μετά φόβου, στήτε ανδρείως και μη κλίνετε γόνυ εις τον αντίχριστον Πάπα και εις τους οπαδούς αυτού φιλοπαπιστάς οικουμενιστάς, και λοιπούς δειλούς και προδότας. Στήτε μέχρι τέλους, μέχρι θανάτου, δια να λά­βετε τον άφθαρτον στέφανον εις τους ουρανούς….


Κρατείτε την πίστιν στερεάν
* Αφήνω συμβουλήν εις τους πιστούς και πνευματικά μου τέκνα να ακολουθούν την Εκκλησίαν… Εάν ενω­θούν, τότε, να χωρήσουν, να αποχωρήσουν τελείως ακολουθούντες εκείνο το οποίον παρελάβομεν και τους α­γίους Πατέρας.
* Εάν ο ποιμήν είναι αληθής, οφείλετε να ακολουθήτε τον αληθή ποιμένα. Εάν δεν είναι αληθής, ακολουθήτε τον Χριστόν, ο Οποίος είναι αληθής.
* Οι Άγιοι Πατέρες δεν επλανήθησαν διότι είχον ταπείνωσιν, είχον το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον τους ωδήγει και δεν τους άφηνε να πλανηθούν.
* Πως είναι δυνατόν, να τιμήση κάποιος τους τοιού­τους (νεωτεριστάς Αρχιερείς), οι οποίοι συνετάραξαν την Εκκλησίαν, εκλόνισαν τας πεποιθήσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών, και να υπακούση εις αυτούς, όταν αυτοί με πλατύ το στόμα κηρύττουν εναντίον των Αγίων Αποστόλων;….
* Ως γέρων πνευματικός λέγω εις τα πρόβατα του Χριστού προσέξατε, μη δεχθήτε φιλίαν και ένωσιν με τον Πάπαν, διότι ο Πάπας, εάν και την όψιν του προσώ­που του άλλαξε εναντίον της εντολής του Θεού (Λευϊτ. Α’9)…, εάν και ήλλαξε την μορφήν του σώματος και μετεμορφώθη εις γυναίκα, την γνώμην του δεν την άλλαξε.
Δια να γίνη ένωσις με τους παπιστάς και τον Πάπα, πρέπει ο Πάπας να μετανοήση και να επιστρέψη εις την μίαν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, την οποίαν μας παρέδωκε ο Χριστός, δια των Αγίων Απο­στόλων και των Αγίων Πατέρων των επτά Οικουμενι­κών Αγίων Συνόδων. Ο Πάπας απεσχίσθη και οφείλει να επιστρέψη εις την μίαν πίστιν, την οποίαν παραχάρα­ξαν εις το εν βάπτισμα, το όποιον κατήργησαν και το α­ντικατέστησαν με ράντισμα και επίχυσιν ύδατος, και εις τα δόγματα και ιεράς παραδόσεις, τας οποίας τελείως κατεφρόνησαν. Και εάν θέλουν διάλογους και συζητή­σεις αυτά πρέπει να γίνουν επάνω εις το σύμβολον της πίστεως εις δέκα λεπτά της ώρας. Συμφωνείτε; αποπτύετε την πλάνην και τας αιρέσεις σας; επιστρέφετε εις τον Θεόν και την Αγίαν Εκκλησίαν; Σας δεχόμαστε. Δεν δέχεσθε; πηγαίνετε εκεί που σας στέλλουν οι Άγιοι Από­στολοι, οι Άγιοι Πατέρες και αι επτά Οικουμ. Σύνοδοι, εις το ανάθεμα….
* * *
* Εάν ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί εφυλάττωμεν ό­σα η πίστις ημών υπαγορεύει, όλα τα έθνη, ως λέγει ο θείος Χρυσόστομος, θα εγένοντο Χριστιανοί. Διότι ο­ποία πίστις ανέδειξεν Αποστόλους, Μάρτυρας, Ομολογητάς, Οσίους και δικαίους; Η Ορθόδοξος. Οποία πίστις ετέλεσε μεγάλα ένδοξα και θαυμαστά σημεία; Η Ορθόδοξος. Δίκαιον είναι να είπωμεν τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών και οποία πίστις ως η ημετέρα πίστις, η Ορθόδοξος;….
Τίποτε δεν είναι ισάξιο της Ορθοδοξίας
* Η Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει να διακρατή απα­ραχάρακτα όσα ο Κύριος έδωσε, οι Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν. Όποιος αποκόπτεται από αυτά δεν μπορεί να λέγεται Χριστιανός.
* Είναι προδοσία της αληθείας το να αποδεχόμεθα αι­ρετικές διδασκαλίες και να μη ομολογούμε με ακρίβεια όσα διδαχθήκαμε από τους θεοφόρους Αγίους Πατέρας της Εκκλησίας μας. Καλούμεθα να αρέσουμε όχι εις τον κόσμον αλλά εις τον Κύριον και να συμφωνούμε με τις άγιες Γραφές και με όσους δεν αντιμάχονται με όσα μας λέγουν οι Πατέρες.
* Ο Χριστός, δεν θα αφήση την Εκκλησίαν Του, αλ­λά και εμείς ότι μπορούμε να κάνουμε. Μακάριοι εκεί­νοι οι όποιοι μέχρι θανάτου θα μείνουν πιστοί εις την ορθόδοξον πίστιν και ομολογίαν… Να αγωνισθήτε κατά των θεοκαπήλων προδοτών της Ορθοδοξίας και των πα­τρικών παραδόσεων.
Γνώρισε  το μεγαλείο της Ορθοδοξίας
Αγιογραφικές και Πατερικές μαρτυρίες
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”
Θεσσαλονίκη

Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Η φιλοπτωχία.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Η φιλοπτωχία.


Δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς την υψηλότερη απ’ όλες τις αρετές και να της δώσει το πρωτείο και το βραβείο, όπως ακριβώς δεν είναι εύκολο να βρει μέσα σ’ ένα ολάνθιστο και μοσχοβόλο λιβάδι το πιο ωραίο κι ευωδιαστό λουλούδι, καθώς πότε το ένα και πότε το άλλο του τραβάει την προσοχή και τον προκαλεί να το κόψει πρώτο.[...]

 Και αν ο Παύλος, που ακολουθεί κι αυτός το Χριστό, θεωρεί την αγάπη ως την πρώτη και μεγαλύτερη εντολή, ως τη σύνοψη του νόμου και των προφητών, το καλύτερο μέρος της θεωρώ πως είναι η αγάπη στους φτωχούς και, γενικότερα, η ευσπλαχνία και η συμπάθεια στους συνανθρώπους. Γιατί τίποτα άλλο δεν ευχαριστεί τόσο πολύ το Θεό και τίποτα άλλο δεν Του είναι τόσο αγαπητό όσο η ευσπλαχνία. Αυτή, μαζί με την αλήθεια, πηγαίνει μπροστά Του και αυτή και αυτή πρέπει να Του προσφερθεί πριν από την Κρίση. Μα και σε τίποτα άλλο δεν δίνεται ως ανταπόδοση από Εκείνον, που κρίνει με δικαιοσύνη και ζυγίζει με ακρίβεια την ευσπλαχνία, όσο στη φιλανθρωπία.
 Σ’ όλους λοιπόν τους φτωχούς και σ’ εκείνους που για οποιανδήποτε λόγο κακοπαθούν, οφείλουμε μα δείχνουμε ευσπλαχνία, σύμφωνα με την εντολή:«Να μετέχετε στη χαρά όσων χαίρονται και στη λύπη όσων λυπούνται» (Ρωμ.12, 15). Και οφείλουμε να προσφέρουμε στους ανθρώπους, ως άνθρωποι κι εμείς, την εκδήλωση της καλοσύνης μας, όταν τη χρειάζονται, χτυπημένοι από κάποια συμφορά, λ.χ. χηρεία ή ορφάνια ή ξενητιά ή σκληρά αφεντικά ή άδικους άρχοντες ή άσπλαχνους κλέφτες ή δήμευση περιουσίας ή ναυάγιο. Όλοι είναι αξιολύπητοι. Όλοι βλέπουν τα χέρια μας, όπως εμείς βλέπουμε τα χέρια του Θεού.
 Τι θα κάνουμε λοιπόν εμείς, που έχουμε τιμηθεί με το μεγάλο όνομα «χριστιανοί» και αποτελούμε τον διαλεχτό και ξεχωριστό λαό, ο οποίος οφείλει να καταγίνεται σε καλά και σωτήρια έργα; Τι θα κάνουμε εμείς οι μαθητές του πράου και φιλάνθρωπου Ιησού, που σήκωσε τις αμαρτίες μας, ταπεινώθηκε, παίρνοντας την ανθρώπινη φύση μας, κι έγινε φτωχός, για να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη θεότητα; [...]
 Ας μη γίνουμε, αγαπητοί μου φίλοι και αδελφοί, κακοί διαχειριστές των αγαθών που μας δόθηκαν. Ας μην κοπιάζουμε για να θησαυρίζουμε και ν’ αποταμιεύουμε, ενώ άλλοι υποφέρουν από την πείνα. Ας μιμηθούμε τον ανώτατο και κορυφαίο νόμο του Θεού, που στέλνει τη βροχή σε δικαίους και αδίκους και ανατέλλει τον ήλιο επίσης για όλους. [...]
 Δώσε κάτι, έστω και ελάχιστο, σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Γιατί και το ελάχιστο δεν είναι ασήμαντο για τον άνθρωπο που όλα τα στερείται, μα ούτε και για το Θεό, εφόσον είναι ανάλογο με τις δυνατότητές σου. Αντί για μεγάλη προσφορά, δώσε την προθυμία σου. Κι αν δεν έχεις τίποτα, δάκρυσε. Η ολόψυχη συμπάθεια είναι μεγάλο φάρμακο γι’ αυτόν που δυστυχεί. Η αληθινή συμπόνια ανακουφίζει πολύ από τη συμφορά.
 Δεν έχει μικρότερη αξία, αδελφέ μου, ο άνθρωπος από το ζώο, που, αν χαθεί ή πέσει σε χαντάκι, σε προστάζει ο νόμος να το σηκώσεις και να το περιμαζέψεις (Δευτ. 22, 1-4). Πόση ευσπλαχνία, επομένως, οφείλουμε να δείχνουμε στους συνανθρώπους μας, όταν ακόμα και με τ’ άλογα ζώα έχουμε χρέος να είμαστε πονετικοί;
 «Δανείζει το Θεό όποιος ελεεί φτωχό», λέει η Γραφή (Παροιμ. 19, 17). Ποιος δεν δέχεται τέτοιον οφειλέτη, που, εκτός, από το δάνειο, θα δώσει και τόκους, όταν έρθει ο καιρός; Και αλλού πάλι λέει: «Με τις ελεημοσύνες και με την τιμιότητα καθαρίζονται οι αμαρτίες» (Παροιμ. 15, 27α).
 Ας καθαριστούμε λοιπόν με την ελεημοσύνη, ας πλύνουμε με το καλό βοτάνι τις βρωμιές και τους λεκέδες μας, ας γίνουμε άσπροι, άλλοι σαν το μαλλί κι άλλοι σαν το χιόνι, ανάλογα με την ευσπλαχνία του ο καθένας. «Μακάριοι», λέει, «όσοι δείχνουν έλεος στους άλλους, γιατί σ’ αυτούς θα δείξει ο Θεός το έλεός Του» (Ματθ. 5, 7). Το έλεος υπογραμμίζεται στους μακαρισμούς. Και αλλού: «Μακάριος είν’ εκείνος που σπλαχνίζεται τον φτωχό και τον στερημένο» (Ψαλμ. 40, 2). Και: «Αγαθός άνθρωπος είν’ εκείνος που συμπονάει τους άλλους και τους δανείζει» (Ψαλμ. 111, 5). Και: «Παντοτινά ελεεί και δανείζει ο δίκαιος» (Ψαλμ. 36, 26). Ας αρπάξουμε το μακαρισμό, ας τον κατανοήσουμε, ας ανταποκριθούμε στην κλήση του, ας γίνουμε αγαθοί άνθρωποι. Ούτε η νύχτα να μη διακόψει την ελεημοσύνη σου. «Μην πεις, «Φύγε τώρα κι έλα πάλι αύριο να σου δώσω βοήθεια».»(Παροιμ. 3, 28), γιατί μπορεί από σήμερα ως αύριο να συμβεί κάτι, που θα ματαιώσει την ευεργεσία. Η φιλανθρωπία είναι το μόνο πράγμα που δεν παίρνει αναβολή. «Μοίραζε το ψωμί σου σ’ εκείνους που πεινούν και βάλε στο σπίτι σου φτωχούς, που δεν έχουν στέγη» (Ης. 58, 7). Και αυτά να τα κάνεις με προθυμία. «Όποιος ελεεί», λέει ο απόστολος, «ας το κάνει με ευχαρίστηση και γλυκύτητα» (Ρωμ. 12,8). Με την προθυμία, το καλό σου λογαριάζεται σαν διπλό. Η ελεημοσύνη που γίνεται με στενοχώρια ή εξαναγκασμό, είναι άχαρη και άνοστη. Να πανηγυρίζουμε πρέπει, όχι να θρηνούμε, όταν κάνουμε καλοσύνες. [...]
 Όσο είναι καιρός λοιπόν ας επισκεφθούμε το Χριστό, ας Τον περιποιηθούμε, ας Τον θρέψουμε, ας Τον ντύσουμε, ας Τον περιμαζέψουμε, ας Τον τιμήσουμε. Όχι μόνο με τραπέζι, όπως μερικοί, όχι μόνο με μύρα, όπως η Μαρία, όχι μόνο με τάφο, όπως ο Αριμαθαίος Ιωσήφ, όχι μόνο με ενταφιασμό, όπως ο φιλόχριστος Νικόδημος, όχι μόνο με χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα, όπως οι μάγοι πρωτύτερα. Μα επειδή ο Κύριος των όλων θέλει έλεος και όχι θυσία κι επειδή η ευσπλαχνία είναι καλύτερη από τη θυσία μυριάδων καλοθρεμμένων αρνιών, ας Του την προσφέρουμε μέσω εκείνων που έχουν ανάγκη, μέσω εκείνων που βρίσκονται σήμερα σε δεινή θέση, για να μας υποδεχθούν στην ουράνια βασιλεία, όταν φύγουμε από τον κόσμο τούτο και πάμε κοντά στον Κύριό μας, το Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία

Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία

H ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.
Ωστόσο η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;
Η προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.
Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και «απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.
Η Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια οδό, της θεολογίας
Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί δρόμοι προσπέλασης προς το Θείο μυστήριο. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος στην καταφατική ο δε δεύτερος, στην αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της θεολογίας αποτελεί την αρχική και παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν πρόκειται ποτέ κανείς να φθάσει "ακινδύνως" στην δεύτερη. Η καταφατική θεολογία, αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο πνευματικής ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων" και των "μισθωτών." Όσο άσχημο είναι να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο επικίνδυνο, είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία. Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι αδύνατο από την Εκκλησία να φτάσει κανείς υπερβατικά, στην πνευματική κατάσταση να βλέπει το Θείο και άκτιστο φώς.
Η κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την ερμηνεία της δημιουργίας
Ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης, υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει την υπόσταση γενικά του κόσμου ως δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στο σύμπαν, έχει πείσει ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει στη γένεση και τη ζωή των όντων. Κάθε τι που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης αρχής, η οποία το γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά στο ενδεχόμενο της συμμετοχής, μιας ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό της «θείας καταφατικής διοικήσεως» του σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και πριν καν ο ανθρώπινος νους κατανοήσει χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές, κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη δημιούργησε κάτι το πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη σκέψη του αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.
Ο όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού
Στα πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και επιθυμία, ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει πολλές ονομασίες τις λεγόμενες θεωνυμίες. Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από την αρχική θεολογική εμπειρία και λόγω της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της αντίληψης του άυλου και υπερβατικού Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται με συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με χέρια και πόδια. Ο συμβολικός αυτός τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία της ζωής του Χριστιανού, εκ των πραγμάτων και λόγω της ενδοκοσμικότητας του ανθρώπου, έχει προτεραιότητα στη ζωή, «εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει και αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει, άρα και να το κατανοήσει. Αποδέχεται λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική θεολογική σκέψη, πρωταρχικά ενστικτωδώς, μελετώντας το Θεό ως οντότητα.
Η καταφατική προσιτή φύση του Θεού
Η καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε καταφατικούς περί Θεού ορισμούς, σημαντικότερος των οποίων είναι η απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο ών». Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας την πρώτη Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η κατάφαση στο «θεολογείν» λαμβάνει «θείο εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της στη συνέχεια, γίνεται από τον ίδιο το Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, την ανάμνηση του μυστικού δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση του θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία του συνάντηση με τους συνεχιστές του Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του, την υλική, κοσμική, περιγραφική, συμποσιακή συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση στην καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα χριστιανικής λατρείας.
Ο όρος της αποφατικής θεολογίας
Η αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη ορθόδοξη θεολογία. Είναι η ταπείνωση της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του μυστηρίου του Θεού. Είναι η άρνηση να εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν «καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει να θεωρεί ως "κάτι" το μυαλό του, ούτε να καμαρώνει γι' αυτό. Είναι ο λόγος του Σιλουανού, ότι ο Θεός και βλεπόμενος παραμένει μυστήριο.
H αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική πλατωνική θεώρηση. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιες εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην ορολογία μεταξύ του Πλάτωνα (ή και των Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων της Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι υπάρχει, μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της ορθόδοξης αποφατικής θεολογίας και της ελληνικής αντίληψης περί του Θεού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, φτάνουμε στη γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης θεώρησης «της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’ όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια μέσω της θεώρησης «της τάξης, η οποία υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή «ο λόγος, ο οποίος ταξινόμησε το σύμπαν» Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται μέσα από την έκσταση, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα , είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εύρεσης του Θεού.
Η όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα αφορά τελικά, στην αφαίρεση από την ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων της περιορισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί ο άνθρωπος, όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει η δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν υπάρχει διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.
Διάκριση καταφατικής - αποφατικής οδού, από την σχολαστική θεολογία
Ότι φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά κανόνα αν δεν διέπεται από τις ίδιες δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και ουσιαστική διαφορετικότητα. Στην μακρά διαφορετική πορεία του ορθοδόξου δόγματος από την δυτική μεθοδολογία και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει η σύγχυση σε ορθόδοξα εγχειρίδια δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι η κατάφαση και η απόφαση αποτελούν αν όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και μέθοδοι, με την δυτική διαλεκτική και προβληματική της θετικής και αρνητικής θεολογίας των σχολαστικών.
Η δυτική μεθοδολογία των σχολαστικών, στηρίζεται κατά βάση, στην ενιαία διαλεκτική, ανεξάρτητα τα γνωρίσματα, τις έννοιες και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται ως περιβολή. Η όλη λογική αναζήτηση και ανάλυση που χρησιμοποιείται κατά την μεθοδολογία αυτή, οδηγεί πρωτίστως στην θετική οδό, (via affirmationis), όπου κατά την «σύλληψη» του θείου, του αποδίδονται γνωρίσματα και ονόματα. Το περιεχόμενο των ονομάτων που αποδίδονται στο Θεό, αποτελεί υποσύνολο της κτιστής πραγματικότητας. Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη οδός, η αρνητική (via negationis), όπου πλέον ο Θεός παρουσιάζεται ως άυλος και αιώνιος. Είναι αντιληπτό στην παραπάνω θεώρηση, ότι απουσιάζει η εμπειρία των ορθοδόξων από την οποία πηγάζει η καταφατική ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης δεν γίνεται, καμία συσχέτιση των ορισμών τις αρνητικής θεολογίας, με την φωτοφάνεια, την θέα του Θεού, το θείο και άκτιστο φώς των ορθοδόξων. Απεναντίας στην όλη θεώρηση της δυτικής μεθοδολογίας, γίνεται αντιληπτή μια διαλεκτική και νοητική πορεία που με λογικές ερμηνείες και ονοματισμούς, διαμέσου της κτιστής πραγματικότητας, χωρίς Θεοφάνεια γίνεται η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού.
Στη θεολογία των Σχολαστικών θεολόγων είναι σαφές, ότι με την θετική οδό, αποδίδονται ονόματα στο Θεό, αλλά και με την αρνητική, στερητική οδό, αφαιρούμε αυτά τα ονόματα από το Θεό, όχι για να μη τα αποδώσουμε σε Αυτόν , αλλά για να καθαρίσουμε τα ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται στης ορθόδοξη καταφατική και αποφατική θεολογία όπου, η μέθοδος αποδόσεως ονομάτων στο Θεό είναι απλή. Δηλαδή αποδίδονται ονόματα και αφαιρούνται ονόματα, χωρίς να γίνονται αποδεκτοί, κανόνες της λογικής, γιατί οι κανόνες της λογικής ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα του Θεού. Για το Θεό δεν ισχύουν κανόνες της λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο Θεό, καθώς και κανένα σύστημα λογικής. Μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα. Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα, που είναι ο Θεός. Δεν υπάρχουν κανόνες των κτισμάτων, που να εφαρμόζονται στα άκτιστα .
Η κατάφαση και η απόφαση στην ορθόδοξη θεολογία δεν προέρχονται από φιλοσοφικό στοχασμό. Ο στοχασμός απαγορεύεται στον ορθόδοξο θεολόγο της Εκκλησίας, όταν πρόκειται να θεολογήσει. Γι’ αυτό, ο μόνος συνετός τρόπος του να μελετά κανείς την Αγία Γραφή δεν είναι ο στοχασμός, αλλά η προσευχή. Ποια όμως προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται τον άνθρωπο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος φωτίζεται και γίνεται ικανός να κατανοεί ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και να οδηγηθεί από φωτισμένος, που είναι, στην θέωση.
Η καταφατική και αποφατική οδός, ως αναπόσπαστη και ενιαία μέθοδος
Μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας φαίνεται να υπάρχει μια διαλεκτική αντίθεση, ωστόσο για την ορθόδοξη πατερική παράδοση καμιά αντίθεση δεν είναι νοητή μεταξύ τους. Απεναντίας, ανάμεσά τους υπάρχει μια άρρηκτη και λειτουργική ενότητα και σχέση. Τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία , δεν αποτελούν καρπούς νοησιαρχικού στοχασμού, αλλά θεμελιώνονται εξολοκλήρου στη θεία αποκάλυψη και στην εμπειρία. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, με την ορθόδοξη παράδοση και εξετάζονται από κοινού, ως κοινή θεολογική σκέψη και ζωή. Ο θεολόγος δεν δύναται ούτε να εξετάσει την κάθε μια ξεχωριστά, αλλά ούτε και να χρησιμοποιεί την κατάφαση ανεξάρτητα από την απόφαση. Μια τέτοια θεώρηση, πέραν ότι τον απομακρύνει από την ορθόδοξη παράδοση, όπου η γνωσιολογία με την οντολογία συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται, εγκυμονεί θεσμικούς και δογματικούς κινδύνους. Η πρώτη και κύρια μορφή κινδύνου που γεννά η διαφορετική μελέτη της κατάφασης από την απόφαση, αφορά στην προσπάθεια εντοπισμού και καταγραφής των ιδιοτήτων του Θεού ως ανεξάρτητη προσέγγιση. Άμεσα ο διενεργών τη μελέτη, παγιδεύεται στις γνωσιολογικές προσεγγίσεις του θείου και αναζητά, σ αυτόν φυσικές ιδιότητες. Τότε ο Θεός δύναται να μεταβληθεί σε φυσικό ή μαθηματικό μέγεθος, που αιτιωδώς θα ερμηνεύεται αποκλειστικά με ποσότητες και αξιώματα καθώς και με ενδοκοσμικές παραδοχές κτισιολογίας.
Στην αντί πέρα όχθη, της επικινδυνότητας, παρουσιάζεται η αποσύνδεση και απομάκρυνση της αισθητής και νοητής ύπαρξης του θείου, επικρατώντας ένας άκρατος αποφατισμός. Η αυτή και ανέκφραστη μορφή, προσδίδει στο Θεό, μια ελλιπή αναγνωσιμότητα, κυρίως στα πρώτα στάδια του «θεολογείν» όπου τα ανθρώπινα δεδομένα δεν θα περιέχουν την εμπειρία των ορθοδόξων και θα είναι αδύνατο να ανταποκριθούν. Οι έννοιες της αγάπης, του θείου έρωτα, της προσκόλλησης και εμμονής στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό που οδηγεί στη θεοπτία, απομακρύνονται λόγω της αδυναμίας διείσδυσης στα όρια του επιστητού. Η γνώση διασπά το χαλινωτήριο λίκνο με την πράξη, η εμπειρία καταλαμβάνεται από νοητική ανυπαρξία με αποτέλεσμα η διαπροσωπική σχέση του ανθρώπου με το Θεό να ασθενεί.
Η έννοια της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας
Η έννοια του Θεού στη σχέση του με τον κόσμο ή ακόμη και στις εμπειρίες που έχουν με Αυτόν, είναι ο καταφατικός και αποφατικός τρόπος, με τον οποίο τις περιγράφουν. Η διάκριση μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστού κόσμου δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια οντολογική διάκριση, την οποία μπορεί ο θεολόγος να αποδεχθεί, χωρίς να συνειδητοποιήσει τις άμεσες και βαθύτερες γνωσιολογικές συνέπειες και προεκτάσεις της. Ωστόσο ο άκτιστος Θεός σχετίζεται με τον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών του .Έτσι γίνεται γνωστός από αυτές τις ενέργειες κατά την εκδήλωσή τους στην κτίση και στην ιστορία. Άλλα κατά την ουσία του, τη φύση και τον τρόπο των ενεργειών του, καθώς και τον τρόπο της υπάρξεώς του ως Αγία και ομοούσια Τριάδα, παραμένει τελείως υπερβατικός και απρόσιτος. Παραμένει λοιπόν γνωστός και άγνωστος. Αυτές οι δύο διαφορετικές όψεις του Θεού αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η θεολογία με τις δυο διαφορετικές και φαινομενικά αντίθετες οδούς, της κατάφασης και την απόφασης.
Το δογματικό πλαίσιο της αποφατικής και καταφατικής Θεολογίας
Έχοντας υπόψη του ο θεολόγος, ότι ο Θεός υπερβαίνει κάθε τελειότητα, αναλαμβάνει να του αποδώσει, εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σύμφωνα με τα οποία παρόλη την αγνωσία Του, θα αναγνωρίζεται (μορφή αναγνώρισης), ως το ύψιστο αγαθό. Η παραπάνω θεολογική προσέγγιση είναι φανερό ότι αποτελεί, όχι μόνο δυσβάσταχτη ευθύνη, αλλά επίπονο και δύσκολο έργο, δεδομένου ότι οι πηγές αποκάλυψης και περιγραφής Του θείου πλάσματος,όχι μόνο είναι αδύνατο να τις χωρέσει ανθρώπινος νους, αλλά ελλοχεύουν θεολογικά ατοπήματα όταν παρερμηνευτούν τα της θείας Αποκαλύψεως και Αγίας Γραφής. Για τον λόγο αυτό η διατύπωση των θείων ονομάτων είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός (καταφατική όψη), είτε αφορούν στο τι δεν είναι (αποφατική όψη), προκύπτουν από την αποστολική παράδοση, από θεοφώτιστους ανθρώπους, όπου η θεία χάρη τους έχει κυριεύσει. Αν ο θεολόγος με λογικές συνειρμικές ερμηνείες προσπαθήσει να αποδώσει τα «του Θεού» γνωρίσματα, κινδυνεύει να καταληφθεί από την θεωρεία των δυτικών σχολαστικών. Αν πάλι εκ παραδρομής αγνοήσει την καταφατική όψη του Θεού και απομονωθεί προς τον αποφατισμό, οδεύει προς την πλάνη και την υπερβολή. Η γνώση του Θεού, έχει αποφατικό και καταφατικό χαρακτήρα, και είναι τόση, όση εκείνος έχει επιτρέψει.

Βιβλιογραφία
Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1988) 203-210.
Μεταλληνός, Γεώργιος Δ., Σχέσεις καὶ αντιθέσεις . Ανατολή καὶ Δύση στὴν πορεία τοῦ Νέου Ελληνισμού,( Αθήνα, Εκδόσεις Ακρίτας, 1998)
Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη «Μυσταγωγία» τοῦ Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής (Αθήνα, Εκδόσεις Αποστολικὴ Διακονία, 1997)
Ρηγόπουλος Γ.Χ, Ιησούς Χριστός ο «Παράκλητος», Δελτίο Βιβλικών μελετών 57,τομ 1ος τεύχος 1ο ( Αθήνα εκδόσεις « ο άρτος της ζωής» 1971)
Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου,(Αθήνα Εκδόσεις Μπεργαδή, 2000)
Τρεμπέλα, Π. Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατικὴ Θεολογία : Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Σωτήρ, 1980)
Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες 5ου αιώνα,( Θεσσαλονίκη Εκδόσεις Πουρνάρα 1992)